ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
||
Τώρα λοιπόν, όπού έτελείωσεν καί ό διάλογος τού έναντίου, τί μέλλει νά είπή ό άναγνώστης; 'Ο άναγνώστης άς άποφασίση, όπως τού φανή εύλογώτερον. Μία καλή διοίκησις όμως ήμπορεί νά διορθώση τήν κατάχρησιν τών πλούτων, καί άν δέν ήμπορέση νά έξαλείψη όλα τά είρημένα κακά, όπού προξενεί ή ύπόληψις τού χρυσού, κάν θέλει τά μετριάσει, έπειδή, άγαπητοί μου, κάθε δύναμις σκιώδης καί ψευδής, όσον περισσοτέραν ένέργειαν έχει είς τήν άρχήν της, τόσον περισσότερον καταφρονείται είς τό τέλος, καί άφού γνωρισθή. 'Αλλ' αύτό είναι έπιχείρημα μεγάλου άνδρός, διότι ό καλός νομοδότης φέρεται πρός τόν λαόν, ώς άριστός τις ίατρός πρός τόν άρρωστον. Καί καθώς έτούτος, πρίν δώση τό ίατρικόν, έξετάζει πρώτον τήν κράσιν τού άσθενούντος, ώσάν όπού πολλάκις τό ίδιον ίατρικόν, όπού ίατρεύει ένα, ήμπορεί νά βλάψη άλλον, ούτως καί ό νομοδότης, άφού έξετάση τά ήθη καί τά έθη ένός γένους καί τό κλίμα τής κατοικίας του, τότε δίδει άναλόγους τούς νόμους, έπειδή τήν σήμερον είς μερικά γένη ό χρυσός είναι άναγκαιότατος, καί ένταυτώ είς άλλα, όχι μόνον άχρηστος, άλλά καί έπιζήμιος (1). 1. 'Αγκαλά καί κοινώς μία ψευδής δύναμις νά μήν ώφελή, μ' όλον τούτο ή συνήθεια πολλάκις κατασταίνει άναγκαία τά πλέον άχηστα πράγματα. 'Εκείνοι, όμως, όπού εύτυχούσι διά τών χρη Δέν ήτον βέβαια έτούτος ό τόπος νά όμιλήσω διά αύτών, έπειδή περί τοιούτων θεμάτων ή πρέπει τινάς νά όμιλή διεξοδικά, ή μέ τελειότητα, ώσάν όπού ή συντομία άποβάλλει τάς άναγκαίας άποδείξεις. Πλήν έγώ, άν έσφαλα είς τούτο, νομίζω νά είμαι συμπαθισμένος, μέ τό νά γράφω, όχι διά έκείνους τών όποίων πρέπει νά είπή τινάς όλα καί διεξοδικώς, άλλά πρός άνθρώπους, οίτινες γνωρίζουσι τήν άλήθειαν, καί είμαι βέβαιος ότι μαζί μου θέλουσι φωνάξει «'Ε! άς έξαλειφθούν, όποιαι καί άν είναι, αί αίτίαι τών δυστυχιών τής άνθρωπότητος». 'Ας είσέλθωμεν τώρα είς τήν διήγησιν τού έλληνικού κλήρου, ή όποία όχι όλίγον θέλει μάς παραστήσει τά κακά, όπού προξενεί ή κατάχρησις τών χρημάτων. Είς τήν Κωνσταντινούπολιν, λοιπόν, εύρίσκεται ό πατριάρχης καί ή Σύνοδος' άλλος πατριάρχης εύρίσκεται είς 'Αλεξάνδρειαν' άλλος είς τήν 'Αντιόχειαν καί άλλος είς 'Ιερουσαλήμ. 'Ο πρώτος όνομάζεται οίκουμενικός. Καί άν άλλο δέν σημαίνη αύτός ό γελοιώδης τίτλος μαζί μέ τούς τόσους άλλους όπού λαμβάνει, φανερώνει όμως, ότι οί άλλοι τρείς πατριάρχαι ύπόκεινται είς αύτόν. Αύτός λοιπόν διαμοιράζει είς όλας τάς έπαρ μάτων, ώς πρός τούς λοιπούς, όπού δυστυχούσι, είναι ώς ή γή μας πρός τό πάν. Τά χρήματα, τέλος πάντων, ήμπορούν νά παρομοιασθούν είς μίαν ράβδον, αί δέ νύν δυναστείαι είς τόσους ποδαλγούς. Καί, καθώς έτούτοι βαδίζουσιν όπωσούν μέ τήν βοήθειαν τών βακτηριών, ούτως καί τά νύν βασίλεια, ώς διοικήσεις άτελείς καί κακώς κυβερνημέναι, μόλις βαστώνται διά μέσου τών χρημάτων. 'Αλλ' άνίσως ό ποδαλγός ίατρευθή, δέν έχει πλέον χρείαν άπό ράβδον, διά νά άκουμβήση' ούτως καί αί διοικήσεις, όταν διορθωθούν, δέν θέλουν έχει πλέον χρείαν άπό χρήματα. χίας τού όθωμανικού κράτους, καί πολλάκις πέμπει καί έκεί όπού δέν είναι χριστιανοί, τόσας έκατοντάδας άρχιεπισκόπους, έξ ήν ό καθείς έχει τέσσαρας ή πέντε έπισκοπάς, είς τάς όποίας πέμπει καί αύτός τόσους έπισκόπους. Αύτό είναι τό σύστημα τής έκκλησιαστικής άρχής, ό τρόπος δέ τής διοικήσεως είναι ό άκόλουθος: 'Η Σύνοδος άγοράζει τόν πατριαρχικόν θρόνον άπό τόν όθωμανικόν άντιβασιλέα διά μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, έπειτα τόν πωλεί ούτινος τής δώση περισσότερον κέρδος, καί τόν άγοραστήν τόν όνομάζει πατριάρχην. Αύτός, λοιπόν, διά νά ξαναλάβη τά όσα έδανείσθη διά τήν άγοράν τού θρόνου, πωλεί τάς έπαρχίας, ήτοι τάς άρχιεπισκοπάς, ούτινος δώση περισσοτέραν ποσότητα, καί ούτως σχηματίζει τούς άρχιεπισκόπους, οί όποίοι πωλώσι καί αύτοί είς άλλους τάς έπισκοπάς των. Οί δέ έπίσκοποι τάς πωλώσι τών χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τόν λαόν, διά νά έβγάλωσι τά όσα έξώδευσαν. Καί ούτος έστίν ό τρόπος, μέ τόν όποίον έκλέγονται τών διαφόρων ταγμάτων τά ύποκείμενα, δηλαδή ό χρυσός. 'Ο τρόπος δέ, μέ τόν όποίον έκπληρούσι τάς ύποσχέσεις των πρός τόν λαόν καί πρός τούς έκκλησιαστικούς νόμους, είναι ό άκόλουθος. 'Ο πατριάρχης, άφού ήξεύρει νά άναγνώση δύο κατεβατά άπό τό Ψαλτήριον τού Δα-βίδ, κρίνεται άξιος τοιαύτης άρχής άπό τήν Σύνοδον, αύτή δέ ήξεύρει νά άναγνώση περισσότερον άπό αύτόν καί τάς Πράξεις τών 'Αποστόλων (1). Διά νά γράψη, δέν έρωτάται άν ήξεύρη, έπειδή δέν τού είναι άναγκαίον. 1. 'Ας μέ συμπαθήση ό άναγνώστης διά τήν ύπερβολήν τού λόγου, ώσάν όπού όλοι οί νύν ίερείς, έξαιρώντας, ώς προείπον, τινάς, μόλις σπουδάζουν όλίγον τά γραμματικά, καί κανείς δέν γνωρίζει ούτε τήν λέξιν «έπιστήμη». Μάλιστα, τό όνομά του τό γράφει μέ τόσα κλωθογυρίσματα - είς τό όποίον τόν μιμούνται καί οί άρχιεπίσκοποι καί οί έπίσκοποι καί μερικοί πρωτοσύγκελλοι - όπού καί άνορθόγραφον άν είναι, όπερ καί πιθανώτατον, κανείς δέν τό καταλαμβάνει, καί διά τούτο φυλάττει γραμματικούς, νέους προκομμένους, έχει δέ καί τόν πρωτοσύγκελλον καί άρχιμανδρίτην, οίτινες όπωσούν μετριάζουν τήν θηριότητα τής άμαθείας τού κυρίου των. 'Η πρώτη έγνοια τού πατριάρχου, λοιπόν, είναι νά άποκτήση τήν φιλίαν τών φίλων τής Συνόδου, όπού, ώς έπί τό πλείστον, είναι αί γυναίκες τών πρώτων άρχόντων, ήτοι πλουσίων άμαθών τού Φαναρίου. Καί αύτό τό κάμνει διά δύο αίτια: Πρώτον μέν, διά νά ήμπορή νά κλέπτη μέ περισσότερον θάρρος, δεύτερον δέ νά κλέπτη διά περισσότερον καιρόν, ώσάν όπού αύτή ή Σύνοδος έχει όλα τά μέσα είς τήν όθωμανικήν δυναστείαν, καί έξακολούθως, όταν ό πατριάρχης, δέν τής άρέσκη, εύθύς τόν έξορίζει. Καί δέν τής άρέσκει πάντοτε, όταν δέν όμογνωμή μέ αύτήν, καί όταν δέν ύπογράφη, χωρίς νά άναγνώση ό,τι γράμμα τού παραδώση. 'Ο πατριάρχης έχει μίαν έξουσίαν σκιώδη καί ψεύτικην έπάνω είς τήν Σύνοδον, άλλά κανείς δέν τολμεί νά έξορίση κανένα άπό αύτήν, άν καί όλα τά δίκαια ήθελε τόν βιάσουν, έπειδή, τότε, οί λοιποί εύθύς έξορίζουν αύτόν, καί βάζουν άλλον καί ξανακαλεί τόν έξορισθέντα σύντροφόν των. Διά τούτο, πολλάκις έτυχε νά πατριαρχεύσουν, ποίος όκτώ μήνας, ποίος έξ, καί ποίος δύο μόνον. 'Η ύπερηφάνεια καί διεστραμμένη ψυχή αύτών τών δώδεκα μωρών τής Συνόδου τούς έμποδίζει άπό τό νά στοχασθώσι τήν φθοράν, όπού προξενούσι είς τόν λαόν μέ τά μεγαλώτατα έξοδα τών συχνών άλλαγών τών πατριάρχων, καί άλλο δέν ένθυμούνται, παρά ότι, όσα έξοδεύσουν, τά ξαναλαμβάνουν άπό τόν νεόφυτον, καί πάντοτε μέ τό διάφορόν τους. Εύκόλως ήμπορεί νά προΐδή ό άναγνώστης τά περί τών άρχιεπισκόπων, όταν ή άρχή είναι τοιαύτη. 'Ας μάθη όμως, ότι αύτοί ύπερβαίνουσιν καί είς τήν άμάθειαν καί είς τά κακά έργα, καί τήν Σύνοδο καί τόν πατριάρχην. 'Επειδή ή μέν Σύνοδος, όπού έξοδεύει, διά νά κάμη τόν πατριάρχην όπως θέλει, λαμβάνει εύθύς άπό τόν ίδιον τά όσα έξώδευσεν, όμοίως καί ό πατριάρχης τά ξαναλαμβάνει άπό τούς άρχιεπισκόπους διπλά καί τριπλά. 'Αλλά αύτοί, άφού λάβουν μέρος άπό τούς έπισκόπους, τά λοιπά πρέπει νά τά έβγάλουν άπό τούς χριστιανούς, καί είς αύτό μιμούνται τούς όθωμανικούς διοικητάς τής άρχιεπισκοπής των, άπό τούς όποίους είς άλλο δέν διαφέρουσι, είμή ότι οί άρχιεπίσκοποι πληρώνουν αύτούς, καί αύτοί τούς δίδουν τήν άδειαν νά κλέψωσιν όσα ήμπορούσι. 'Η άμάθεια τού λαού άκόνισεν τόσον τά άρχιερατικά σπαθία, όπού κανείς δέν τούς άντιστέκεται. Μ' έν κατεβατόν <μέ> κατάρας, όπού ή πλέον διαβολική διάθεσις φοβερωτέρας βέβαια δέν ήθελεν ήμπορέσει νά έφεύρη, τό όποίον όνομάζουσιν άφορισμόν, έκδύουσι καί πλουσίους καί πτωχούς. Καί άν πολλάκις μ' έτερον κατεβατόν μ' εύχάς, εύλογίας καί συγχώρησιν, διαλύουσι τόν άφορισθέντα, δι' άλλο τέλος δέν τό κάμνουσι, παρά διά νά ήμπορέσωσι νά τόν ξαναφορίσωσι. 'Επειδή τόν άφορισθέντα δέν δύνανται νά τόν ξαναφορίσωσι, άν πρώτον δέν τόν συγχωρήσωσι. |
||
(1). Μετά τόν άφορισμόν, όπού είναι 1. Οί άφορισμοί είς τήν 'Ελλάδα, καί έξόχως είς τά 'Ιωάννινα καί Πάτραν, ήθελαν νομισθή εύχαί τής λειτουργίας άπό κανένα άλτό πρώτον τους άρμα, έπονται οί άγιασμοί καί τά μνημόσυνα (1). Καί τέλος πάντων, τό μεγαλείτερον κέρδος των είναι αί κληρονομίαι καί τά χαρίσματα (2). 'Αν είς αύτά εύρη άνθίστασιν, τότε εύθύς άφορίζει, δέν δίδει τήν άδειαν τών ίερέων νά βαπτίσουν τό γεννηθέν βρέφος, ούτε νά θάψουν τόν νεκρόν. 'Αλλά πού νά διηγηθώ, όσα ή μιαρά των ψυχή έφευρίσκει! Φθάνει λοιπόν νά ήξεύρετε, ότι, όσα καί άν κάμνωσι, τά κάμνοσι διά χρημάτων, καί πληρώνοντάς τους τινάς ήμπορεί νά λάβη τήν συγχώρησιν διά κάθε άμάρτημα. Τόσον έβαρβαρώθη καί ούτιδανώθη ή κλάσις τής ίερωσύνης τών 'Ελλήνων! Πρός τούτοις ό άρχιεπίσκοπος πωλεί τάς ένορίας τής πόλεως ούτινος ίερέως θελήση, καί έπειτα κάμνει άργόν ή έξορεί όποιον θέλη άπό αύτούς, καί ξαναπωλεί τήν ένορίαν άλλου, διά νά λογενή. Τόσον είναι συχνοί, καί σχεδόν κάθε Κυριακήν είς κάθε έκκλησίαν άναγινώσκονται δύο καί τρείς άφορισμοί, πάντοτε δέ διά ούτιδανωτάτας διαφοράς, καί ώς έπί τό πλείστον διά δύο ή τριών γροσίων ύπόθεσιν. 1. Αύτοί οί άναιδέστατοι άνδρες, εύθύς όπού έλθουν είς τήν άρχιεπισκοπήν των, ύποχρεώνουν όλους τούς πολίτας, νά τούς δεχθώσιν είς τά όσπίτιά των, διά νά τούς ψάλωσι τόν άγιασμόν, καί ούτως λαμβάνουσι τήν πληρωμήν άπό πενήντα έως δέκα γρόσια τό όλιγότερον. Τά δέ μνημόσυνα συνίστανται είς τό νά λειτουργούν διά τήν ψυχήν τού άποθανόντος, τού όποίου ξεθάπτουν τά όστά καί τά εύλογούν. 2. 'Οταν άπεθάνη κανένας πολίτης τής πρώτης ή δευτέρας κλάσεως καί τό άκούση ό άρχιερεύς, είναι δι' αύτόν μία άνεκδιήγητος χαρά, έπειδή, διά νά ήμπορέσουν νά τόν θάψουν, πρέπει, άφού πληρώσουν τόν όθωμανόν τύραννον, νά πληρώσουν καί τόν άρχιερέα. 'Η ποσότης όμως είναι άόριστος, πότε δέκα χιλιάδας γρόσια, πότε πέντε, καί τό όλιγότερον χίλια. 'Οταν πάλιν ό πολίτης μισεύη άπό τήν πατρίδα του, πρέπει νά δώση ένα χάρισμα τού άρχιερέως. 'Οταν έπιστρέφη, πάλιν τού χαρίζει. 'Αλλά τί λέγω τού χαρίζει; Καί πώς ήμπορεί νά όνομασθή δώρον έκείνο όπού ζητείται μέ βίαν; τού κάμη τό ίδιον ύστερα άπ' όλίγον. Κάθε τόσον τούς ζητεί δάνεια, καί ποτέ δέν τούς τά έπιστρέφει. Κανείς δέν τολμεί νά άντισταθή είς τούς λόγους του, έπειδή εύθύς τόν άφορίζει καί έπειτα τόν έξορεί καί λαμβάνει τήν περιουσίαν του (1). Καί ούτος έστίν ό τρόπος, μέ τόν όποίον ένεργούσι τά ήδύτατα έντάλματα τού Χριστού. Πώς άραγε ζώσιν αύτοί οί άρχιεπίσκοποι είς τάς μητροπόλεις των καί όποίαι είσί αί άρεταί των; Τρώγοσι καί πίνοσι ώς χοίροι (2). Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας τήν νύκτα καί δύο ώρας μετά τό μεσημέρι. Λειτουργούσι δύο φοράς τόν χρόνον, καί όταν δέν τρώγωσι, δέν πίνωσι, δέν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τά πλέον άναίσχυντα καί ούτιδανά έργα, όπού τινάς ήμπορεί νά στοχασθή (3). Καί ούτως είς τόν βόρβορον τής άμαρτίας καί είς τήν ίδίαν άκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, καί οί άναστεναγμοί τού λαού είναι πρός αύτούς τόσοι ζέφυρες. 'Ο χορός τών έπισκόπων έξακολουθεί μετά τούς άρχιεπισκόπους. Αύτοί, πάλιν, είναι άλλοι λύκοι, ίσως χειρότεροι άπό τούς πρώτους, έπειδή κυριεύουσι τούς 1. 'Ο νύν 'Ιωαννίνων έλαβε τήν αύθάδεια νά άφορίση τόν ένάρετον καί φιλόσοφον κύρ Κοσμά, διά νά μήν ήμπόρεσε νά τόν καταπείση είς τάς κακάς του θελήσεις. 2. 'Ο νύν 'Ιωαννίνων, καθώς ήκουσα άπό ένα μάρτυρα αύτόπτην, είς τό πρόγευμα τρώγει δύο όκάδες γιαούρτι, καί είς τό δειλινόν μισήν όκά σαρδέλας ξεκοκκαλισμένας, τάς όποίας τρώγει μέ τό χουλιάρι. 3. 'Ο 'Αρτης, ό Γρεβενών καί ό 'Ιωαννίνων είναι οί πρώτοι προδόται τού τυράννου, καθώς όλοι τό γνωρίζουσι. 'Ο ύστερος άπό αύτούς ίκέτευσεν τόν τύραννον, καί έκούρευσεν τόν έγγονά του, ώς νά τού έγίνετο νουνός. 'Ο 'Αρτης ήπάτησεν καί έπρόδωσεν τούς ήρωας Σουλιώτας' είναι δέ καί οί τρείς άσελγείς, άσωτοι είς τό άκρον, μοιχοί, πόρνοι καί άρσενοκοίται φανεροί. χωρικούς καί ίδιώτας. 'Ανεκδιήγητα είναι τά άνομήματά των καί ή σκληρότης των διαπερνά κατά πολλά έκείνην τής ίδίας παρδάλεως. Αύτοί πέμπουσι τόσους ληστάς, διά νά είπώ έτζι, είς τά χωρία τής έπισκοπής των, καί τούς δίδοσι τόν τίτλον ή τού πρωτοσυγκέλλου ή τού άρχιμανδρίτου ή άλλου τινός τάγματος, οί όποίοι άλλο δέν ήξεύρουσι, παρά νά γράφουν όνόματα (1) τών χριστιανών μέ όλην τήν άνορθογραφίαν, καί νά προφέρωσι τό «νά είσαι κατηραμένος», «νά έχης τήν εύχήν» καί «δός μοι». Αύτοί, λοιπόν, περιφέρονται είς όλα τά χωρία τής έπισκοπής καί μέ άκραν άσπλαγχνίαν έκδύουσι τούς πολλά άθώους χωριάτας, καί μάλιστα τάς γυναίκας. 'Οταν δέν τούς εύρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος άρπάζουσι έν φόρεμα, τίνος έν έργαλείον τής γεωργικής, τίνος έν στολίδι τής γυναικός του, καί φθάνουσι νά τούς παίρνουσιν έως καί τά δοχεία τών φαγητών. 'Από άλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλά σιτάρι ή τόσον κρασί. 'Εν ένί λόγω, τούς γυμνώνουσι, καί έπειτα τούς εύλογούσι καί φεύγουσι. Πολλάκις δέ περιέρχεται ό ίδιος έπίσκοπος είς τά χωρία, καί τότε πλέον άκολουθούν τά χειρότερα. Αύτός ό άναίσχυντος καί βάρβαρος καί άμαθέστατος άνθρωπος, άφού τρώγει δι' όσας ήμέρας μένει είς τό χωρίον άπό τήν πτωχήν κοινότητα, άφού άρπά- 1. Μίαν φοράν έρώτησα ένα παπάν χωριάτην, έως έξηκοντούτην, πόθεν είχεν άγοράσει τό κονδύλι του, τό όποίον ήτον λεπτόν, ώς τό μεγαλείτερόν μου δάκτυλον, καί μού άπεκρίθη, ότι τό είχε κληρονομήσει άπό τόν πατέρα του, καί έπειδή είχε τρείς υίούς, είχε σκοπόν νά τό κάμη τρία κομμάτια, καί νά άφήση άπό ένα τού κάθε υίού του. 'Αλλος ένας, μέ πλατύ ράσον, ήθέλησεν νά μού έξηγήση, ότι τά μέν «γενέσια» έννοεί τήν γέννησιν, τά δέ «γενέθλια» έννοεί τόν θάνατον. 'Ο 'Ελλην άναγνώστης άς μήν γελάση, άλλά άς κλαύση. ζει όσα περισσότερα δυνηθή, τότε άφορίζει ένα δύο, καί άλλους τόσους κάμνει παπάδες, καί έπειτα φεύγει. 'Ο τρόπος δέ, μέ τόν όποίον κρίνει άξιον, ένα χωριάτην, τής ίερωσύνης, είναι ό άκόλουθος. Πρώτον τού ζητεί έκατόν, ή περισσότερα, ή όλιγότερα γρόσια, καί τά λαμβάνει, έπειτα τόν ρωτά, άν ήξεύρη γράμματα, ήτοι νά γράψη καί νά άναγνώση, ύστερον τού φέρει τό Ψαλτήριον, καί αύτός άναγινώσκει έν κατεβατόν, καί εύθύς τόν κάμνει ίερέα. 'Η άμάθεια αύτών τών ίερέων είναι άκρα, καί άπό αύτούς οί περισσότεροι κατά συμβεβηκός άποκαθίστανται άρχιμανδρίται, έπειτα δέ κερδίζοντας, άγοράζουν έπισκοπάς, καί έξακολούθως γίνονται άρχιεπίσκοποι καί όχι όλίγας φοράς πατριάρχαι. 'Οθεν, όλοι σχεδόν οί άρχηγοί τής έκκλησίας κατάγονται άπό τήν ίδίαν ποταπότητα, καί οί περισσότεροι είναι άμαθέστατοι (1). Μετά τών 'Επισκόπων, λοιπόν, έρχονται έκείνοι οί πρωτοσύγκελλοι, οί άρχιμανδρίται καί οί πνευματικοί, οί όποίοι στέλλονται άπό τά μοναστήρια - δι' ήν κατωτέρω ρηθήσεται - μέ κάποιας πανταχούσας (2). Αύτοί είναι άναρίθμητοι, έπειδή δέν εύρίσκεται πόλις ή χωρίον, όπού νά μήν φυλάττη ή ένα ή δύο άπό αύτούς τούς λαοκλέπτας, οί όποίοι παρησιάζονται είς τόν άρχιερέα καί άγοράζουν παρ' αύτού τήν άδειαν τού κλεψίμα 1. 'Ενας άρχιμανδρίτης, άναγινώσκοντας έπ' έκκλησίας τό εύαγγέλιον, έτυχεν είς τό τέλος τού κατεβατού τό άπαρέμφατον έπανέρχεσθαι. 'Οθεν αύτός άνέγνωσε τό έπανέρ - όπου έτελείωνε τό κατεβατόν, καί έπειτα γυρίζοντας τό φύλλον έπρόφερε τό - χέσθαι, είς τρόπον όπού έρέθισε ένα γενικόν γέλωτα είς τούς παρεστώτας. 2. Αύταί, αί ούτως καλούμεναι πανταχούσαι, είναι κάποιαι παρακαλεστικαί έπιστολαί τών μοναστηρίων, όπού τάς στέλνουν πρός τούς χριστιανούς, καί είναι γεγραμμέναι μέ διάφορα χρώματα καί μέ μεγάλα στοιχεία. τος, καί έπειτα, μέ άκραν αύθάδειαν, άρχινούσιν άπό όσπίτιον είς όσπίτιον, νά ζητούσιν έλεημοσύνην, καί έκδύουσιν έξόχως τάς γυναίκας, όσον ήμπορούσι. Τόν τρόπον, όπού μεθοδεύονται, είναι άξιος γέλωτος ένταυτώ καί δακρύων. Αύτοί έχουσιν έν κιβωτίδιον γεμάτον άπό άνθρώπινα κόκκαλα καί κρανία άκέραια, τά όποία άσημώνοσι, καί έπειτα όνοματίζουσιν, άλλα μέν τού 'Αγίου Χαραλάμπους καί άλλα τού 'Αγίου Γρηγορίου. 'Εν ένί λόγω, δέν άφίνουν άγιον, χωρίς νά έχουν μέρος άπό τά κόκκαλά του (1). Οί περισσότεροι άπό αύτούς τούς κοκκαλοπωλητάς έξέρχονται άπό τό όρος τού 'Αθους, όπού όνομάζουν 'Αγιον 'Ορος, είς τό όποίον εύρίσκεται ή πηγή αύτών τών καλογήρων. Τά δέ μονοστήρια αύτά έχουσιν είς κάθε πολιτεία ύποστατικά καί όσπίτια, τά όποία καλούσι μετόχια καί τά κατοικούσιν αύτοί οί περιηγηταί. 'Εκεί μετρούσι τά κλεφθέντα χρήματα, διά νά λάβωσιν αύτοί κρυφίως τά μισά καί τά λοιπά νά τά ύπάγωσιν είς τά μοναστήριά των (2). Αύτά τά τέρατα λοιπόν, έπειδή ποτέ δέν τούς έβγαίνει άπό τό στόμα τους ένας άναστεναγμός, συνηθίζουν κατ' όλίγον όλίγον είς τήν άπάθειαν, καί φθάνουσιν είς τοιούτον βαθμόν, όπού, ό κόσμος καί άν 1. 'Εγώ, έως τώρα βέβαια, είδα έως τέσσαρας κεφαλάς τού 'Αγίου Χαραλάμπους, έπειδή, όταν άκολουθή ή πανούκλα, τότε κάθε πολιτεία έχει άπό μίαν κεφαλήν τού 'Αγίου Χαραλάμπους. 2. 'Εγώ έγνώρισα ένα πνευματικόν 'Αγιορείτην, ό όποίος δέν ήτον τόσον άμαθής, όσον ήτον ύποκριτής καί φιλάργυρος. Πολλάκις, λοιπόν, καυχώμενος μού έδιηγείτο, ότι είς είκοσι χρόνους έκαμεν ένα καπιτάλι άπό έκατόν πενήντα χιλιάδας γρόσια, καί είχε δοσμένα είς τό μοναστήριόν του τά δύο τρίτα, τά δέ λοιπά είχε μοιρασμένα είς διαφόρους πραγματευτάς μέ τό διάφορον. Αύτός είχε τήν κάραν τού 'Αγίου Θεοδώρου. χαλάση, τίποτε δέν τούς μέλει. Είναι δέ κατήγοροι είς τό άκρον, καί άν είς καμμίαν πολιτείαν εύρεθή τινάς, ή ίερεύς, ή λαΐκός, νά είναι όπωσούν προκομμένος, αύτοί τόν έχουσι διά έχθρόν τους άθανάσιμον. Τότε περιφερόμενοι είς τά όσπίτια, εύθύς μέ άκρον ύποκριτικόν τρόπον τόν κακολογούσι, τόν κηρύττουσιν εύθύς άνευλαβή καί άθεον. 'Ο μεγαλείτερος στοχασμός των είναι νά κρύπτωσι τήν άμάθειάν των, καί διά τούτο ζητούσι πάντοτε νά συνομιλώσι μέ τάς γυναίκας. 'Ω γλυκύτατε 'Ιησού! 'Ω δίκαιοι 'Απόστολοι! 'Ω φιλόσοφοι Πατέρες! Πού είσθε τήν σήμερον, νά ίδήτε τούς άπογόνους σας, καί νά συγκλαύσητε, μαζί μέ όσους τήν άλήθειαν γνωρίζουσι, διά τήν άθλιότητά τους; 'Εσείς έπαραγγείλετε τήν νηστείαν, διά νά χαλινώσητε όπωσούν τούς γαστριμάργους, αύτοί άναθεματίζουσι καί τούς άσθενείς, όταν κρεοφάγωσι. 'Εσείς έδιωρίσατε τάς έλεημοσύνας, διά νά στερεώσητε τήν άρετήν, αύτοί δέ άρπάζουσι καί άπό πλουσίους καί άπό πτωχούς, όσα περισσότερα δυνηθώσι. 'Εσείς ένομοθετήσετε τήν έξομολόγησιν, διά νά παρηγορήτε τούς λυπημένους καί βασανισμένους, διά νά νουθετήτε τούς χρείαν έχοντας καί άμαθείς, αύτοί δέ τήν ένεργούσι διά μόνην περιέργειαν είς τό νά μάθωσιν τά ξένα πράγματα, καί έπειτα νά τά κοινολογούσι, όχι μόνον όταν τούς ώφελή, άλλά όταν δέν τούς βλάπτη (1). 'Εσείς έκηρύξατε τήν όμόνοιαν, τήν άδελφότητα, τήν όμοιότητα καί τήν έλευθερίαν, αύτοί δέ διδάσκουσι μέ τά παραδείγματά των τούναντίον. 1. Δέν είναι κρυφόν, άλλ' όλοι τό ήξεύρουν, ότι είς τά 'Ιωάν-νινα οί πνευματικοί άναφέρουσι κάθε ύπόθεσιν, όπού άκούουσιν άπό τούς χριστιανούς είς τόν άρχιερέα, καί αύτός εύθύς κάμνει ένα κατάλογον μέ προσθήκην καί τόν προσφέρει τού τυράννου, είς τρόπον όπού ή έξομολόγησις, τήν σήμερον, είναι έν μέσον προδοσίας. 'Εσείς, τέλος πάντων, είχετε τήν άρετήν διά όδηγόν, αύτοί έχουσι τά χρήματα. Τί ήθελεν είπεί, στοχάζεσθε, ώ 'Ελληνες, ό Λόγος τής Σοφίας, ό ήδύτατος Χριστός, είς αύτούς τούς ύπηρέτας του; 'Ω ! ή άπόφασίς του είναι φανερά, καί άμποτες οί ταλαίπωροι νά διορθωθούν όπωσούν, διά νά άποφύγουν τήν άφευκτον ποινήν τών πλημμελημάτων των. Ποίος δέν βλέπει, ώ 'Ελληνες, τόν άφανισμόν, όπού είς τήν 'Ελλάδα προξενεί τήν σήμερον τό ίερατείον; 'Εκατόν χιλιάδες, καί ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι (1) ζώσιν άργοί καί τρέφονται άπό τούς ίδρωτας τών ταλαιπώρων καί πτωχών 'Ελλήνων. Τόσαι έκατοντάδες μοναστήρια, όπού πανταχόθεν εύρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί είς τήν πατρίδα, έπειδή, χωρίς νά τήν ώφελήσουν είς τό παραμικρόν, τρώγοσι τούς καρπούς της καί φυλάττουσι τούς λύκους, διά νά άρπάζουν καί ξεσχίζουν τά άθώα καί ίλαρά πρόβατα τής ποίμνης τού Χριστού (2). 'Ιδού, ώ 'Ελληνες, άγαπητοί μου άδελφοί, ή σημερινή άθλία καί φοβερά κατάστασις τού έλληνικού ίερατείου, καί ή πρώτη αίτία όπού άργοπορεί τήν έλευθέρωσιν τής 'Ελλάδος. Αύτοί οί άμαθέστατοι, άφού άκούσουν έλευθερίαν, τούς φαίνεται μία άθανάσιμος άμαρτία. Τί λοιπόν διδάσκουσι τόν άπλούστατον λαόν; Τί στοχάζεσθε νά λέ- 1. Οί τοιούτοι, όντες έλεύθεροι άπό κάθε στοχασμόν καί φροντίδα, χαίρονται άκραν ύγιείαν καί τρώγοσι διά έκατόν πενήντα χιλιάδας. 2. 'Οποιος ήθελε νά συνθέση ένα κώδικα είς τά έγκλήματα, καί ήθελε νά μήν παραιτήση κανένα άμάρτημα άνθρώπινον, άς ήθελεν ύπάγει είς τό 'Αγιον 'Ορος, καί άνίσως ήθελε έξετάσει τούς έκεί κατοικούντας, ήθελε κάμει τόν έντελέστερον κώδικα άπ' όσους μέχρι τής σήμερον έφάνησαν. γωσιν οί ίεροκήρυκες έπ' έκκλησίας; Φέρουσιν ίσως τάς παραβολάς τού Εύαγγελίου, διά νά παρακινήσωσιν τούς άκροατάς είς την όμόνοιαν; 'Εξηγούσιν ίσως τήν πρώτην καί μεγάλην έντολήν τού «'Αγάπα τόν πλησίον σου, ώς έαυτόν»; Λέγουσιν ίσως ποτέ, ποίος είναι ό πλησίον καί ποίος ό ξένος; 'Αναφέρουσι ποτέ τό ρητόν «Μάχου ύπέρ πίστεως καί πατρίδος»; 'Εξηγούσι ποτέ τί έστί πατρίς; Λέγουσι πώς καί πότε καί ποίοι πρώτον πρέπει νά τήν βοηθήσουν; Φέρουσι ποτέ τά παραδείγματα τού Θεμιστοκλέους, τού 'Αριστείδους, τού Σωκράτους καί άλλων μυρίων έναρέτων καί σοφών; Μάς είπον ποτέ ποίοι ήτον, καί πόθεν κατάγονται; Μάς άνέφερον ποτέ πώς διοικείται ό κόσμος καί όποία είναι ή καλλιτέρα διοίκησις; Μάς έξήγησαν ποτέ τί έστί άρετή, καί όποία είναι τά μέσα διά νά τήν άποκτηση τινάς, καί πότε λάμπει ή άρετ©; Καί ποίος νά μάς τά είπή, άν δέν τά λέγουσιν αύτοί Φεύ! βαβαί τής άθλιότητός μας! Οί ίεροκήρυκες άρχινούν άπό τήν έλεημοσύνην καί τελειώνουν είς τήν νηστείαν (1). Πώς θέλεις λοιπόν νά έξυπνήσουν οί 'Ελληνες άπό τήν όμίχλην τής τυραννίας; Οί ίεροκήρυκες, οί όποίοι ήτον είς χρέος νά τούς άποδείξωσι τήν άλήθειαν, δέν τό κάμνουσι. 'Αλλά τί άποκρίνονται αύτοί οί φιλόζωοι καί αύτόματοι ψευδοκήρυκες: «'Ο Θεός, άδελφοί, μάς έδωσεν τήν τυραννίαν έξ άμαρτιών μας, καί πρέπει, άδελφοί, νά τήν ύποφέρωμεν μέ καλήν καρδίαν καί χωρίς γογγυσμόν, καί νά εύχαριστηθώμεν είς ό,τι κάμνει ό Θεός». Καί ύστερα άπό τέτοια ξυλολογήματα λέγουσι καί τό ρητόν «όν άγαπά Κύριος, παιδεύει». 1. 'Αλλο δέν λέγουσι, ή άλλο δέν ήξεύροσι νά είπωσι, παρά νά μήν φάγη ό λαός λάδι τάς Τετράδας καί νά δώση χρήματα τών καλογήρων. |
||