ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
||
'Ω άνθρωποι, όντως βάρβαροι, χυδαίοι καί έχθροί φανεροί τής πατρίδος μας καί τού ίδίου Χριστού, πώς έννοείτε έτζι άνάποδα αύτό τό ρητόν, καί κάμνετε μέ τήν άμάθειάν σας καί τινάς νά βλασφημώσι; Δέν καταλαμβάνετε, άνόητοι, ότι τό «παιδεύω», είς τήν έλληνική γλώσσαν έννοεί ποτέ μέν τό «διδάσκω», ποτέ δέ τό «τιμωρώ», καί ότι είς αύτό τό ρητόν έξ άνάγκης πρέπει νά έννοή τό «διδάσκω»; Καί ούτως ό πατήρ, έπειδή άγαπά τόν υίόν του, τόν διδάσκει, ήτοι τόν παιδεύει. 'Αλλ' άς τό έξηγήσωμεν κατά τό λεξικόν τής άμαθείας, καί νά είπώμεν, ότι τιμωρεί ένας όποιον άγαπά. 'Αλλά, διατί τόν τιμωρεί; Βέβαια, διά νά τόν διορθώση άπό τά σφάλματά του καί νά τόν καταστήση χρηστοηθή καί ένάρετον. Πώς λοιπόν μπορεί νά νομισθή παιδεία πρός τό καλόν ή τυραννία, ή όποία, ώς άνωτέρω άπεδείχθη, είναι έχθρά πάσης άρετής καί πρόξενος πάσης κακίας; Πώς, χυδαίοι, δέν τό βλέπετε, μόνον έκφωνείτε ό,τι σάς έλθη είς τήν ένθύμησιν, χωρίς νά στοχασθήτε, ότι είς τοιαύτας ύποθέσεις ή παραμικρά κακοεξήγησις φέρει άνεκδιήγητα καί πολυάριθμα κακά είς τούς άκροατάς; 'Ισως όμως τό λέγετε πρός παρηγορίαν; 'Ω, κακόν χρόνον νά έχητε καί έσείς καί ή παρηγορία σας! Αύτή είναι χειροτέρα άπό τήν ίδίαν αίτίαν τής θλίψεως, καί είς άλλο δέν χρησιμεύει, παρά είς τό νά καταστή τούς 'Ελληνας πάντοτε άξίους παρηγορίας. 'Εσείς φωνάζετε μέ άκραν ήσυχίαν καί λέγετε: «'Αγαπητοί, ό Θεός μάς έδωσεν τήν όθωμανικήν τυραννίαν, διά νά μάς τιμωρήση διά τά άμαρτηματά μας, καί παιδεύοντάς μας είς τήν παρούσαν ζωήν, νά μάς έλευθερώση μετά θάνατον άπό τήν αίώνιον κόλασιν». 'Ω έχθροί τής άληθείας, τουτέστι τού 'Ιησού Χριστού! Δέν βλέπετε, όπού, μέ αύτήν τήν κακήν σας καί άτοπον παρηγορίαν, ύποχρεώνετε τούς 'Ελληνας, άντίς νά μισήσουν τήν τυραννίαν καί νά προσπαθήσουν νά έλευθερωθούν, έξ έναντίας νά τήν άγαπώσι, καί μάλιστα, νά νομίζωνται εύτυχείς, πιστεύοντες άπό άπλότητά των, ότι παιδεύονται είς τήν παρούσαν ζωήν, διά νά άποκτήσουν τόν παράδεισο; Ποίος 'Εσκαριώτης σάς έβαλεν είς τόν νούν, νά προφέρητε τοιαύτην παρηγορίαν, όταν δέν ήξεύρετε νά τήν έξηγήσητε, ώ άναίσχυντοι; Τά άμαρτήματα, ίσως, παιδεύονται μέ άλλα άμαρτήματα, ώ άφρονες; Δέν στοχάζεσθε, πόσον άτιμείτε καί τόν έαυτόν σας καί τήν 'Εκκλησίαν μέ τούς παραλογισμούς σας; 'Οτι ή τυραννία είναι μισητή καί άπό τόν θεόν καί άπό τούς άνθρώπους καί ότι είναι κακόν, ποίος δέν τό ήξεύρει; Πώς έσείς λοιπόν τήν παρασταίνετε σχεδόν σχεδόν, ώς ένα καλόν είς τούς 'Ελληνας; Ποίος φίλος παρηγορεί τόν φίλον του διά τόν θάνατον τού πατρός του, πρίν άπεθάνη; Καί έσείς, όπού όνομάζεσθε ύπερασπισταί καί φίλοι τής άνθρωπότητος, παρηγορείτε τούς 'Ελληνες, ώσάν νά είχαν χάσει τήν πατρίδα των, καί τούς νομίζετε ώσάν τούς 'Εβραίους; Τί άλλο λέ-ουσιν οί φίλοι ένός υίού, όπού έχει τόν πατέρα του άρρωστον, είμή ότι νά έλπίζη, νά κράξη ίατρούς, καί νά προσπαθήση νά τόν ίατρεύση; Διατί καί έσείς δέν λέγετε τά ίδια πρός τούς 'Ελληνας διά τήν άσθενή πατρίδα των, άλλά συμβουλεύετε όλον τό έναντίον άπ' ό,τι τό εύαγγέλιον παραγγέλλει; 'Εσείς ούχί, ούχί! δέν είσθε ποιμένες, ούτε όδηγοί τού φωτός, άλλά λύκοι, καί ή καθέδρα τού σκότους είσθε, ώ ψεύσται καί ύποκριταί. 'Εως πότε ή άμάθεια θέλει καλύπτει τήν μιαράν σας ψυχήν μέ τό ένδυμα τής ύποκρισίας; Φεύ! 'Ισως τινάς άπό αύτούς πάλιν άποκριθή, ότι «πώς νά κηρύξωμεν έπ' άμβωνος τά τοιαύτα; Δέν δυνάμεθα, φοβούμεθα». 'Ε! δούλε άπιστε τής έκκλησίας, δέν άπαρνήθης ίσως έσύ τόν κόσμον, όταν ένδύθης τό φόρεμα τής ίερωσύνης; Δέν έταξες ίσως έσύ, ψεύστα καί πλάνε, νά θυσιάσης τήν ψυχήν σου διά τήν σωτηρίαν τών προβάτων σου; 'Αλλά έγώ δέν ζητώ τόσον άπό τήν δειλήν σου ψυχήν! Καί έπειδή έσύ δέν τολμείς έπ' άμβωνος νά λαλήσης τήν άλήθειαν, καθώς προφασίζεσαι, είπέ την κάν κατά μόνας τών τόσων καί τόσων, όπού έξομολογείς, δίδαξέ τους τό άνθρώπινον είναι, δίδαξέ τους τήν άληθή πίστιν τών χριστιανών, μάθε τους όποίων είναι άπόγονοι, άπόδειξόν τους πόσων κακών πρόξενος είναι ή τυραννία, καί παύσον μίαν φοράν άπό τήν μονοτονίαν καί ταυτολογίαν. Μήν λέγης πάντοτε καί όλων τά ίδια, πάντοτε νηστείαν καί έλεημοσύνην. Μήν όμοιάζης έκείνους τούς άμαθείς ίατρούς, όπού είς κάθε άρρωστίαν διορίζουν τό ίδιον ίατρικόν. 'Ενθυμήσου μίαν φοράν διά πάντα, ότι ό Χριστός σού παραγγέλλει νά ίατρεύσης τάς ψυχάς τού λαού, άλλά δέν σού διορίζει τά ίδια μέσα διά όλους. Είπέ τού πλησίου νά δώση έλεημοσύνην, άλλ' είπέ καί τού πτωχού, ότι ή πτωχεία δέν είναι άτιμία. Μήν ούτιδανώνετε τάς άπλάς ψυχάς τών γλυκυτάτων μου 'Ελλήνων μέ τάς μωρολογίας σας. Καί έπειδή ή κακή μας τύχη σάς έπολλαπλασίασε, καί είσθε καί τόσον άμαθείς, προσπαθήσετε κάν νά μήν βλάπτετε, άν δέν δύνεσθε νά ώφελήτε, τούς ταλαιπώρους χριστιανούς. Παύσατε, τέλος πάντων, άπό τήν λύσσαν τής φιλαργυρίας, διά νά άξιωθήτε τής αίωνίου μακαριότητος τούναντίον δέ, τό ίδιον Εύαγγέλιον καί όλοι οί Πατέρες σάς προμηνύουν τήν αίώνιον κόλασιν, καί άλλοίμονον είς έσάς, καί είς τόσους όπού έξ αίτίας σας τιμωρούνται είς τήν γήν. 'Αλλ' ίσως όχι άργά, θέλει σάς δώσουν αύτοί οί ίδιοι τόν άρραβώνα τής μελλούσης σας κολάσεως, μέ τήν έκδίκησιν όπού έναντίον σας θέλει κάμωσι μόνοι των. 'Ω άδελφοί μου 'Ελληνες, ίσως δέν καταλαμβάνετε πόσην δύναμιν έχουσι τά λόγια τών καλογήρων καί τών πνευματικών είς τάς ψυχάς τών άπλουστάτων άκροατών. Πόσον όγληγορώτερα ήθέλαμεν έλευθερωθή άπό τόν όθωμανικόν ζυγόν, άν οί πνευματικοί δέν ήτον άμαθείς, καθώς είναι, καί άν έδίδασκον είς τήν έξομολόγησιν μέ γλυκά λόγια τήν άλήθειαν καί τήν άρετήν, τήν έλευθερίαν καί τήν όμόνοιαν, καί όλα τά μέσα τής άνθρωπίνης εύτυχίας. 'Αλλά πώς νά φωτίσουν οί έσκοτισμένοι καί νά διδάξουν οί άμαθείς; σΑς σιωπήσουν τό λοιπόν, άν δέν ήξεύρουν τί νά είπούν. Καί έσείς, ώ έπίσκοποι καί άρχιεπίσκοποι, παύσατε, διά όνομα τού θεού, παύσατε πλέον άπό τό νά χειροτονήσετε ίερείς, καί μή, φοβούμενοι νά πτωχύνη ή έκκλησία τού Χριστού άπό ύπηρέτας, τήν γεμίζετε άπό άναξιωτάτους σκλάβους. Παύσατε άπό τό νά άρπάζητε πλέον, διότι όσα έχετε σάς φθάνουν νά ζήσητε ώς ό Χριστός άγαπά. Μαλιστα δέ σύ, ώ πατριάρχα, όπού ώς κεφαλή τής έκκλησίας σέβεσαι παρά πάντων καί τιμάσαι, προσπάθησον νά διορθώσης τά κακά, όπού έπροξένησεν ή άμέλειά σου. 'Εκλεξον άρχιερείς τούς σοφούς καί έναρέτους, καταδάφισον όλα τά μοναστήρια, διά νά όλιγοστεύσης τά βάρη τού λαού, διόρθωσον μερικάς συνηθείας τής θρησκείας, όπού τήν σήμερον φανερώς βλάπτουσι κατά πολλά τούς χριστιανούς (1). 'Υπο- 1. 'Αναγκαίον ήτον νά όλιγοστεύση ό πατριάρχης τό πλήθος χρέωσε όλους τούς καλογήρους, νά ύπάγουν νά σπουδάξουν είς τά σχολεία καί νά μεταχειρισθούν έκείνον τόν καιρόν, όπού έξοδεύουσι είς τό νά περιφέρωνται άπό όσπίτιον είς όσπίτιον, είς τήν μελέτην τών σοφών τής έκκλησίας καί είς τόν όρθόν λόγον. Πρόσταξε νά μένουν τά λείψανα τών άγίων είς τάς έκκλησίας καί νά μήν άποκαταστώνται είδος έμπορίου. 'Εμπόδισε τά θαύματα, διά νά έξαλείψης τήν δεισιδαιμονίαν (1). Μήν στοχάζεσαι νά φανής άνευλαβής είς τόν Θεόν διά τούτο, έπειδή ή μεγαλειότης Του είναι άκρα καί άκατάληπτος' ή κτίσις τού Παντός είναι άρκετή νά άποδείξη κάθε άνθρώπου τήν παντοδυναμίαν Του, χωρίς νά έχη χρείαν τών έορτών καί τών νηστειών, έπειδή αί μέν έορταί έμποδίζουσι τό κέρδος μέ τήν άργίαν είς τόν λαόν, καί αί νηστείαι τού άφανίζουν τήν ύγιείαν. 'Οθεν, τάς μεγάλας έορτάς ήμπορούσε νά τάς διορίση είς όλας τάς Κυριακάς καί είς τάς άλλας έορτάς νά δώση τήν άδειαν νά δουλεύουν, διά δέ τάς σαρακοστάς, νά τάς σμικρύνη, καί τάς περισσοτέρας νά τάς άποβάλη. Καί τότε ό πτωχός ζή μέ όλιγότερα έξοδα, καί τρέφεται καλλιότερα. Βέβαια δέ ό έντελής οίκονόμος τού Παντός δέν θέλει τιμωρήσει τούς χριστιανούς, διά νά έπροσπάθησον τό καλόν τους είς δόξαν του. 1. Πόσον, τή άληθεία, ή άμάθεια κατασταίνει τούς άνθρώπους μωρούς. Οί καλόγηροι νομίζουν μέ τά θαύματα νά κάμνουν τιμήν τού Θεού, καί δέν βλέπουν τήν άκραν άτιμίαν, όπού κάμνουσι καί είς τόν έαυτόν τους καί είς τήν θρησκείαν. Θαύμα όνομάζουσιν, όταν φαίνεται νά άκολουθή έν πράγμα, όπού κατά φυσικόν τρόπον δέν ήμπορούσε νά άκολουθήση. Λοιπόν, άν αύτό άκολουθή, είναι φανερόν ότι ό Θεός ξεκάμνει έκείνο όπού έκαμε, καί τό κάμνει διαφορετικόν' όθεν, ή έμετανόησεν ότι τό έκαμεν, ή τό έκαμεν έπί τούτου κακόν, διά νά τό κάμη έπειτα καλλιότερον. 'Αλλά καί κατά τούς δύο τρόπους είναι άπαίσιος ό στοχασμός. Κατά μέν τόν πρώτον, έπειδή ό Θεός προβλέπει τό μέλλον, καί ή μετάνοια δέν συμφωνεί μέ τήν άκραν σοφίαν καί άλάνθαστον έννοιάν του. Κατά δέ τόν δεύτερον, δέν είναι δυνατόν, έπειδή Θεός όσα έκαμεν, τά έκαμεν καλά. άπό τά ψευδολογήματα τών καλογήρων (1) 'Η, τέλος πάντων, άν παντάπασιν δέν ήμπορέσης νά τά έξαλείψης, σμίκρυνε κάν τόν άριθμόν των καί τήν άναίσχυντον καί βάρβαρον κατάχρησιν, όπού οί καλόγηροι τών μοναστηρίων έκαμαν (2). 'Εβγαλε άπό τήν ύπηρεσίαν τής έκκλησίας τάς γυναίκας, ήτοι τάς καλογραίας, διά νά όλιγοστεύσουν τά άμαρτήματα τών καλογήρων (3). Καί κάμε, τέλος πάντων, μίαν φοράν τό χρέος σου, διά νά φανής πιστός δούλος καί έπίτροπος άληθής τού Χριστού. Τότε τό ίερατείον, όπού σήμερον ό φιλόσοφος καί ένάρετος κατηγορεί καί άποστρέφεται, θέλει σέβεται καί έπαινείται. 1. 'Ισως ό άναγνώστης, άν είναι κανένας καλόγηρος, όπού νά έχη καμμίαν όκά κόκκαλα, μέ άναθεματίσει, καί μέ νομίσει ότι δέν πιστεύω είς τήν παντοδυναμίαν τού Θεού, άλλ' ό καρδιογνώστης Θεός μου γνωρίζει καλότατα ποίος άπό τούς δύο μας πιστεύει καλλιότερα, αύτός όπού άπατά τόν κόσμον, ή έγώ όπού ξεσκεπάζω τό ψεύδος. 2. 'Οταν κανένας άρρωστος ίατρευθή, ό καλόγηρος τό κράζει θαύμα τού άγίου του. 'Οταν γεννήση καμμία γυναίκα, καί τούτο θαύμα τό όνομάζει. 'Οταν κατέβη τινάς τήν σκάλαν καί δέν τζακίση τόν λαιμόν του καί αύτό θαύμα τό κράζουσι. 'Αλλά ποίος άπεθαίνει χωρίς νά έχη δύο τρείς κασέλας λείψανα όλόγυρά του; Ποία γεννά ή άπεθαίνει χωρίς νά έχη τόσας είκόνας τριγύρω της; Αύτοί οί άναίσχυντοι έφθασαν νά όνομάσουν θαύμα τό νά παίρνη ένας άμαθής καί ένθουσιασμένος άπό τήν δεισιδαιμονίαν είς τά πανηγύρια τήν είκόνα τού 'Αγίου είς τάς χείρας του, καί νά τρέχη ένθεν κάκείθεν ώσάν τρελλός. 3. Μία καλογραιοπούλα έκοινοποιούσεν, ότι κάθε βράδυ έπήγαινεν ό άρχάγγελος Γαβριήλ καί έσυνομιλούσε μαζί της. Αί άλλαι γυναίκες, δι' όλίγους μήνας, τήν έδόξαζον ώς άγίαν, άλλ' άφού, μετά έννέα μήνας, έγέννησεν έν άρχαγγελόπουλον, τότε αί άλλαι γυναίκες τήν έμίσησαν, αύτή δέ ένομίζετο πάντοτε άγία άπό άπλότητά της, καί ό σοφός έκλαιε διά τήν βαρβαρότητα τής άνθρωπότητος. |
||
Τότε, θέλει άποκατασταθή ή εύτυχία καί ή παρηγορία τών πιστών, όχι δέ ή μάστιξ καί ή λύπη. Καί τότε τέλος πάντων - όπού είναι τό άναγκαιότερον - ή τυραννία θέλει άδυνατίσει, καί πολλά εύκολώτερα θέλει λάμψει είς τήν 'Ελλάδα τό εύαγές άστρον τής έλευθερίας. Ναί, πατριάρχα, άρχιεπίσκοποι, έπίσκοποι, πνευματικοί καί άπαξάπαντες 'Ελληνες άγαπητοί μου, όπού τό ένδυμα τής ίερωσύνης φέρετε, μήν άδημονήσετε άπό τούς λόγους μου, όπού ή άλήθεια καί ή πατριωτική άγάπη μου μοί ύπαγόρευσεν. Συγχωρήσατέ με πρός τούτοις, άν ούτως σάς φανή εύλογον, διά τήν τόλμην καί θάρρος, μέ τό όποίον σάς ώμίλησα, καί κάμετε μέ τό παράδειγμά σας, νά σιωπήση είς τό έξής κάθε χριστιανός άπό τό νά σάς συμβουλεύη. Μήν καταδέχεσθε πλέον νά σάς κράζουν προδότας καί λαοπλάνους. 'Εγκαλιασθήτε τήν άρετήν. Τιμήσετε τούς τόσους καί τόσους έναρέτους ίερείς, όπού ή πολυτέλεια τών θρόνων σας άπεδίωξεν είς τάς έρημίας. Καλέσετε τήν άξιότητα είς τήν διοίκησιν, καί, έν ένί λόγω, είσθε είς τό έξής έκείνο όπού τάζετε νά είσθε. 'Εσείς δέ, ώ ένάρετοι καί σεβάσμιοι άνδρες, άν καί άναγνώσετε ποτέ τούτον μου τόν λόγον, παρακαλώ σας θερμώς, νά μήν ύποψιάσητε είς έμένα ούτε άνευλάβειαν, ούτε κακοήθειαν. 'Ο ζήλος τής πατρίδος μου, ό έρως τής έλευθερίας, καί ή έλεεινή σημερινή κατάστασις τών 'Ελλήνων τόν έγραψαν διά μέσον μου. 'Εγώ, βέβαια, άν δέν έγνώριζα καί έμμέσως καί άμέσως πολλούς έναρέτους σοφούς ίερείς καί άληθείς άποστόλους τού Χριστού, δέν ήθελα άρχίσει ποτέ νά γράψω. 'Εγραψα, διότι έλπίζω τό περισσότερον άπό έσάς. 'Εγραψα, έπειδή όλος μου ό σκοπός είναι πρός τό καλόν τής 'Ελλάδος, ή όποία, άγκαλά καί βεβυθισμένη είς τόσα κακά, φυλάττει όμως πάντοτε πολυτίμους θησαυρούς είς τόν κόλπον της, καί έσείς είσθε έκείνοι. Ναί, σεβάσμιοι πατέρες, μήν άπελπισθήτε διά τήν σωτηρίαν τής 'Ελλάδος. Μήν σάς τρομάξη τό μέσον. 'Ο καιρός ήγγικεν, καί ή 'Ελλάς ζητεί άπό τό ίερατείον τήν άρχήν τής έλευθερώσεώς της. Προετοιμάσατε τάς ψυχάς τών χριστιανών είς τό νά άναστηθώσι άπό τόν βόρβορον τής δουλείας, διά νά δοξασθήτε καί έν τή 'Ελλάδι καί έν τώ ούρανώ. Μήν νομίσετε, πρός τούτοις, ώς τέλος, άλλ' ώς άρχήν τού σκοπού μου τό παρόν βιβλιάριον. 'Εσείς δέ, ώ εύλαβέστατοι ίερείς, όπού καί τό πολύτιμον φόρεμα τής διδασκαλίας έχετε, καί είς τά σχολεία τούς νέους διδάσκετε, μήν άμελήσητε καί διά φωνής, καί διά γραμμάτων, άπό τό νά άνοίξητε τούς όφθαλμούς τών 'Ελλήνων. 'Εσείς έχετε διά τοιούτον τέλος τά άναγκαιότερα μέσα, τήν άρετήν λέγω καί τήν σοφίαν. Γράψατε καί πλατύτερα καί σαφέστερα τήν άλήθειαν άπ' ό,τι έγώ έκαμα, καί μήν άμφιβάλλετε, ότι έντός όλίγου ή πατρίς μας θέλει δοξάσει τά όνόματά σας, καί οί 'Ελληνες δέν θέλει φανώσιν άγνώμονες είς τάς χάριτάς σας. 'Ακροασθήτε τάς συμβουλάς τού νέου 'Ιπποκράτους, τού έναρέτου φιλοσόφου 'Ελληνος, τού έν Παρισίοις,λέγω, κυρίου Κοραή. Μιμηθήτε τόν άξιάγαστον καί άληθή ίερέα καί όπαδόν τού Χριστού, τόν έν Κερκύρα, λέγω, κύρ Παπ' 'Ανδρέα. 'Εκριζώσατε τήν δεισιδαιμονίαν καί τήν άμάθειαν μαζί, καί θυσιάσατε, άν ή χρεία τό καλή, κάθε μερικόν σας καλόν διά τό καλόν τής κοινότητος. 'Αλλά, είς τί ό πατριωτικός ένθουσιασμός μου μέ παρακινεί! 'Εγώ νά νουθετήσω τά ύποκείμενά σας; 'Ε, μή γένοιτο! 'Εσείς πολλά καλά γνωρίζετε τό χρέος σας, καί έλπίζω όγλήγορα νά τό βεβαιωθώ έμπράκτως. 'Ιδού λοιπόν, ώ 'Ελληνες, όπού άρκετώς άπεδείχθη, πόσον τό σημερινόν έλληνικόν ίερατείον έμποδίζει καί κρύπτει τήν όδόν τής έλευθερώσεως τών 'Ελλήνων, καί αύτη έστίν ή πρώτη καί μεγαλειτέρα αίτία, όπού μέχρι τής σήμερον εύρισκόμεθα ύπό τής όθωμανικής τυραννίας. Μετ' αύτής δέ άκολουθεί ή δευτέρα αίτία, ή όποία, άν καί δέν κατέχη τόν πρώτον τόπον, δέν είναι όμως όλιγότερον έπιζήμιος είς τήν 'Ελλάδα, καθώς θέλω προσπαθήσει νά άποδείξω. Αύτη δέ είναι, ώς προείπον, ή άπουσία τών άξιωτέρων ύποκειμένων τής 'Ελλάδος. 'Ω, πόσον μού τρέμει ή καρδία είς έτούτην τήν στιγμήν, όπού περί αύτών θέλω όμιλήσει, φοβούμενος μήπως τούς δυσαρέση ή άλήθεια τών λόγων μου, καί δέν καταπεισθώσι. Τώρα, λέγω, όπού πρέπει νά τούς φανερώσω, καθώς έταξα, τό τί πρέπει νά κάμωσιν οί εύεργέται τής 'Ελλάδος, φοβούμαι μήπως δέν είσακουσθώ. 'Ε, άν ήξευρα, όποίον τρόπον νά μεταχειρισθώ, διά νά μήν τούς δυσαρέση ή άλήθεια, ήθελα κάμει κάθε προσπάθησιν νά τόν άποκτήσω. 'Ακούσατε, λοιπόν, όσοι 'Ελληνες εύρίσκεσθε έξω άπό τήν κοινήν πατρίδα μας, καί έσείς οί ίδιοι εύεργέται αύτής, τήν άλήθειαν γυμνήν. Καί μήν προσμενετε άπό τό κονδύλι μου ούτε κολακείας, ούτε ψευδείς έπαίνους. Διά τούτο, παρακαλώ σας, νά μήν άδημονήσητε, άλλά νά καταλάβητε τό χρέος σας καί νά τό έκτελέσητε. 'Ελληνες, έπιστρέψετε εύθύς είς τήν πατρίδα σας. Εύεργέται τής 'Ελλάδος, μισεύσετε παραχρήμα διά τήν πατρίδα σας. 'Ιδού τό χρέος σας, ίδού τό ό,τι πρέπει νά κάμητε, ίδού τό ό,τι σάς έταξα νά σάς είπώ. 'Αφού μέ άκρίβειαν έπαρίθμησα τούς 'Ελληνας, όπού είς τάς διαφόρους πόλεις τής τε Εύρώπης καί 'Ασίας πόρρω τής πατρίδος των εύρίσκονται, καί ύφειλον τό έν τρίτον, διά περισσοτέραν άσφάλειαν τού λογαριασμού, εύρον νά είναι σχεδόν είκοσι χιλιάδες (1). 'Από αύτάς, λοιπόν τάς είκοσι χιλιάδας, άς λάβωμεν τό πέμπτον μέρος, ή, τέλος πάντων, τό δέκατον διά πραγματευτάς πλουσίους άπό χρήματα καί άπό χρηστάς ίδέας. 'Οθεν, ίδού δύο χιλιάδες 'Ελληνες προκομμένοι καί άναμφιβόλως άξιοι νά έπιχειρισθούν κάθε ύπόθεσιν μέ εύτυχές άποτέλεσμα, καί, έν ένί λόγω, τόσοι ύπερασπισταί τής πατρίδος. Αύτοί δέν είναι άμαθείς, αύτοί έφωτίσθησαν μέ τάς άναγκαιοτέρας σπουδάς, καί αύτοί ήμπορούσαν μέ τήν παρουσίαν τους, νά εύκολύνουν τήν έπανόρθωσιν τής πατρίδος μας. 'Εως τήν σήμερον, ίσως, ήμπορούσαν νά δικαιολογηθώσι λέγοντες, ότι «έξενιτεύθημεν, διά νά συνάξωμεν τά φώτα τής μαθήσεως, όπού είς τήν πατρίδα μας δέν εύρίσκαμεν, έξενιτεύθημεν, διά νά κερδίσωμεν καί νά ώφελήσωμεν τό γένος μας». Καλώς ούν μέχρι τής σήμερον έκάματε, άλλά πού τό τέλος τού σκοπού σας; Δέν ήξεύρετε ίσως, ότι τό τέλος άποφασίζει διά καλήν ή κακήν μίαν έπιχείρησιν; Διατί τώρα λοιπόν, όπού άποκτήσατε τά όσα ήθέλατε, δέν έπιστρέφετε είς τήν πατρίδα σας; Διατί, άστοχάστως θαυμάζοντες, λέγετε: «Πώς νά μήν εύρέθη έως τώρα είς τήν 'Ελλάδα έν άξιον ύποκείμενον, διά νά τήν έλευθερώση;» καί ένταυτώ μένετε μακρά άπό αύτήν; 1. Τό Τεργέστιον, ή 'Οδέσσα, ή Νίζνα, καί άλλαι διάφοροι πολεις, είναι σχεδόν κατοικημέναι άπό μόνον 'Ελληνας. Πώς, λοιπόν, νά μήν άγανακτήση ή πατρίς έναντίον σας, καί όποίον έπαινον προσμένετε άπό τούς όμογενείς σας; Στοχάζεσθε, ίσως, καθώς σάς τό προείπον, νά έκτελήτε τό χρέος σας, πέμποντες μερικά περισσεύματα τών πλούτων σας; 'Η πατρίς τά δέχεται, ναί, μέ ίλαρόν όμμα, άλλά μόνον τά δέχεται μέ τό νά έλπίζη νά σάς άπολαύση έσάς τούς ίδίους. 'Αλλεωτρόπως ούχί ώς δώρον θέλει τά νομίσει, άλλ' ώς πληρωμήν κακού έργου. 'Εγώ σάς άπέδειξα άνωτέρω πόσην όλίγην ώφέλειαν, μάλλον δέ ζημίαν, προξενούσι τήν σήμερον είς τήν 'Ελλάδα αί εύεργεσίαι σας. Τί κάμνετε, λοιπόν, καί δέν μισεύετε; τί προσμένετε; Βαβαί τής άπανθρωπότητός σας, όσοι καί όποιοι άν είσθε έσείς, όπού άλησμονήσατε τήν πατρίδα σας! 'Εσείς, ούχί, ούχί, τέκνα τής 'Ελλάδος πλέον μήν όνομάζεσθε, άλλά τέκνα τής κακοηθείας καί άσωτείας σας. Τί στοχάζεσθε, άδελφοί μου 'Ελληνες, διά τούς όμογενείς μας, όπού πόρρω τής 'Ελλάδος εύρίσκονται; 'Ισως πώς σάς συγκλαίουσι; 'Ισως πώς προσπαθούσι νά φωτίσωσι τό γένος μας; Πιστεύετε, ίσως, πώς πραγματεύονται μέ σκοπόν νά θυσιάσωσιν έπειτα τά κέρδη των διά τήν σωτηρίαν τής πατρίδος των; 'Ω, πόσον λανθάνεσθε, άν ούτως νομίζετε! Οί περισσότεροι άπό αύτούς ούτε κάν σάς ένθυμούνται, ούτε κάν έρωτώσι, άν ή 'Ελλάς ύπάρχη πλέον. 'Η πατρίς αύτών είναι καμμία πόρνη, ό στοχασμός των είναι αί τρυφαί, ή δέ συναναστροφή των συνίσταται είς ό,τι άλλο ήμπορείτε νά στοχασθήτε, καί όχι ποτέ διά τήν δυστυχίαν τής πατρίδος. 1. Γνωρίζω μερικούς, όπού σχεδόν - σχεδόν έντρέπονται νά λέγωσιν ότι είναι 'Ελληνες. |
||