ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ , ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΟΙ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ

Δύο αίτια είναι, ώ 'Ελληνες μου άκριβοί, όπού μέχρι τής σήμερον μάς φυλλάτουσι δεδεμένους είς τάς άλύσους τής τυραννίας, είναι δέ τό άμαθές ίερατείον καί ή άπουσία τών άρίστων συμπολίτων. Είς τήν διήγησιν τής δευτέρας αίτίας, είς τήν όποίαν συγκαταλέγεται καί ή κλάσις τών εύεργέτων τής 'Ελλάδος, θέλω φανερώσει τό χρέος των, ώς έταξα. Τά δέ προλεχθέντα περί τής άρετής αύτών χρησιμεύουν ώς προλογίδιον είς τήν έξέτασιν, έν ή είσέρχομαι τώρα, διά νά άποδείξω, ότι δέν είναι ούτε δειλία, ούτε άστοχασία τών 'Ελλήνων, όπού μέχρι τής σήμερον μάς φυλάττει ύπό τής όθωμανικής τυραννίας, καί νά άποστομώσω τάς φθονεράς καί καταλάλους γλώσσας τών άλλοφύλων. 'Αλλά, πόσον θέλει συγχύσει, ή άκόλουθος διήγησις τής πρώτης αίτίας μερικούς άρχιεπισκόπους, ή άλλου τάγματος ίερείς, άν κατά τύχην τόν παρόντα μου λόγον άναγνώσωσι - τό όποίον μού φαίνεται δύσκολον - βλέποντας ξεσκεπασμένας τάς ψευδείς των άρετάς. 'Ω, πόσον ταχέως θέλει ρίψουσιν είς τό πύρ τούτο μου τό βιβλιάριον, όσοι φοβούνται τό φώς τής άληθείας! Διά τούτο λοιπόν κρίνω άναγκαίον νά τούς προειδοποιήσω, ότι τό πατριωτικόν χρέος μου μέ προστάζει νά όμιλήσω τήν άλήθειαν, καί δέν φοβούμαι ούτε τούς άμαθείς, ούτε τούς σπουδαίους καί έναρέτους 

(1). Τούς μέν πρώτους, έπειδή δέν είναι άξιοι φόβου, τούς δέ δευτέρους έπειδή ή άλήθεια δέν έπιδέχεται κατάκρισιν. Μάλλον δέ οί σπουδαίοι θέλουν έπικυρώσει τούς λόγους μου μέ τήν νουνεχή των έπιβεβαίωσιν, καί θέλουν προσπαθήσει, όσον όγληγορώτερον δυνηθώσι, νά διορθώσωσιν όπωσούν τάς φοβεράς καί έπιζημιώδεις καταχρήσεις αύτού τού ίερού τάγματος, διά νά άναλάβη ή 'Ελλάς τήν προτέραν της λάμψιν καί εύτυχίαν. Διά τούτο, λοιπόν, μετά δακρύων παρακαλώ τούς σοφούς καί έναρέτους άνδρας, όπού φέρουσι τό σεβέσμιον ένδυμα τής ίερωσύνης, νά μέ συγχωρήσουν, άν μέ άκραν τόλμην άποφασίζω νά έλέγξω αύστηρώς τούς άναξίους καί άμαθείς καλογήρους, καί νά άποδείξω μέ γεωμετρικήν βεβαιότητα τό πόσον κακόν προξενούσι τήν σήμερον είς τήν 'Ελλάδα. 'Ας μήν μέ νομίσουν άνευλαβή, άν άκούσωσι νά καταφρονώ τήν σημερινήν καλογερικήν των σύστησιν καί διαγωγήν, άλλ' ώς ζηλωταί τής έπανορθώσεως καί δόξης τής κοινής πατρίδος μας 'Ελλάδος, νά στοχασθώσι, άν είναι εύκολον, νά ξαναλάβη τό γένος μας τήν έλευθερίαν του, έν όσω σώζεται ό οίκιακός έχθρός της, ή άμάθεια, λέγω, ή δεισιδαιμονία καί ή κατάχρησις

1. Δέν είναι όλίγοι βέβαια οί όντως άξιοι εύλαβείας καί τιμής ίερείς, ώς έπί παραδείγματι ό σεβασμιώτατος καί ένάρετος άνήρ, ό σοφώτατος λέγω οίκονόμος τών 'Ιωαννίνων κύρ Κοσμάς Μπαλάνου, ό όσιώτατος καί έλλογιμώτατος διδάσκαλος είς Κερκύραν κύρ 'Ανδρέας ίερεύς, καί άλλοι πολλοί.

τής θρησκείας, ή όπόσην φθοράν θέλει προξενήσει μία αίφνίδιος άνάστασις, καί έπανόρθωσις είς όσους άδίκως καί άναισχύντως παρέβηκαν τάς έκκλησιαστικάς καί ήθικάς νομοθεσίας, άν έν καιρώ δέν θέλουσι διορθωθή. 'Ω, πόσον αίσθάνομαι τήν φλόγαν τής άγανακτήσεως καί έντροπής είς τή καρδίαν μου, τώρα όπού τόσον καταφρονητικώς θέλω λαλήσει διά τήν πλέον τιμιωτέραν κλάσιν τής πολιτικής διαγωγής! Πόσον μέ λυπεί, όπού, άντίς νά έπαινέσω αύτό τό ίερόν τάγμα, ή άλήθεια καί τό πατριωτικόν χρέος μου μέ βιάζουσι νά τό κατηγορήσω. Μεγάλον βέβαια είναι τό έπιχείρημά μου, άλλ' έγώ έταξα νά κάμω κάθε θυσίαν έμπροσθεν είς τό άγαλμα τής 'Ελευθερίας, καί δέν θέλω παραιτήσει τήν άναγκαιοτέραν. 

'Ω σύ μιαρά Σύνοδος τής Κωνσταντινουπόλεως, είς τί όμοιάζεις, ήθελα νά ήξεύρω άπό έσέ τώρα όπού σέ έρωτώ, είς τί, λέγω, όμοιάζεις τούς ίερούς καί θείους άποστόλους τού λόγου τής σοφίας τού 'Ιησού Χριστού; 'Ισως είς τήν ένδειαν καί άφιλοκέρδειαν, όπού έκείνοι έκήρυττον; 'Αλλ' έσύ είσαι γεμάτη άπό χρήματα, όπού καθημερινώς κλέπτεις άπό τούς ταλαιπώρους χριστιανούς. 'Ισως είς τήν έγκράτειαν καί χαλιναγωγίαν τών παθών; 'Αλλ' είς ποίον μεγάλον ξεφάντωμα δέν εύρίσκεται μέρος άπό τούς συγκλήτους σου, καί ποίος άπό αύτούς δέν λατρεύει δύο καί τρείς άρχοντίσσας μέ άκραν άναισχυντίαν καί σχεδόν φανερά 

(1); Μήπως τούς όμοιάζεις κάν είς τήν εύλάβειάν των πρός τήν θρησκείαν; 'Αλλά ποίος δέν γνωρίζει τήν 

1. 'Ο νύν άρχιερεύς τών 'Ιωαννίνων είναι μοιχός καί άρσενοκοίτης, χωρίς τήν παραμικράν συστολήν.

άκραν άνευλάβειάν σου καί ποίος δέν ήξεύρει πόσον γελοιωδώς καί χλευαστικώς έκτελείς τάς ίερουργίας (1); Είς τί λοιπόν τούς όμοιάζεις; Είς τήν φιλανθρωπότητα; 'Εσύ, τούς πτωχούς δέν καταδέχεσαι ούτε κάν νά τούς ίδής, ούχί δέ νά τούς βοηθήσης. 'Η λύσσα σου διά τά χρήματα είναι άπερίγραπτος (2). Τούς όμοιάζεις ίσως είς τήν φιλαδελφότητα, είς τήν όμόνοιαν, είς τήν έπάλληλον άγάπην; 'Αλλά ποίος δέν γνωρίζει πόσον προσπαθεί ό ένας νά βλάψη τόν άλλον (3). Είς τί λοιπόν τούς όμοιάζεις; Βέβαια είς ούδέν. 'Ω τής δυστυχίας σας, άνθρωποι βάρβαροι καί μωροί. 'Επρεπε νά ξαναγυρίση ό Χριστός, γιά νά σάς φωτίση, έπειδή έσείς ούτε κάν στοχάζεσθε νά άνοίξητε ποτέ έν βιβλίον, διά νά λαμπρύνητε τόν έσκοτισμένον σας νούν. Σύ, λοιπόν, ώ Σύνοδος, άγκαλά καί νά φέρης τούς τίτλους τής άγιωσύνης καί τά σημεία τής άρετής, ούχί, ούχί, ποσώς δέν όμοιάζεις τά ύποκείμενα, όπού προσπαθείς νά παρησιάσης. Σύ είσαι μία μάνδρα λύκων, όπού δέν ύπακούεις τόν ποιμένα σου καί κατατρώγεις τά άθώα καί πολλά ήμερα πρόβατα τής όρθοδόξου έκκλησίας. 'Ως τοιαύτην λοιπόν θέλω σέ νομίσει είς τόν παρόντα μου λόγον, καί άν ή άμάθεια τών 'Ελ

1. 'Εγώ είδα πολλάκις ένα άρχιεπίσκοπον είς τήν μέσην τής λειτουργίας, νά ύβρίζη, νά άναθεματίζη, καί νά δέρνη όχι όλίγας φοράς τούς παπάδες, καί ώς έπί τό πλείστον τούς διακόνους. 2. 'Εγώ έγνώρισα ένα καλόγηρον τόσον φιλάργυρον, όπού μέ τό νά τού έκλέφθησαν μερικά χρήματα, ύστερα άπό ένα μήνα άπέθανεν άπό τήν θλίψιν του. 3. 'Ο θάνατος κανενός άρχιεπισκόπου άποδεικνύει φανερώτατα τόν βρωμερόν χαρακτήρα τής Συνόδου. 'Επειδή τότε γεννάται έν μίσος άναμεταξύ των, μεταχειριζόμενος καθείς κάθε ούτιδανώτερον μέσον, όπού δυνηθή, διά νά άποκτήση έκείνην τήν έπαρχίαν, τό όποίον άκολουθεί είς όποιον δώση περισσότερα χρήματα.

λήνων καί ή άπειρία αύτών έφύλαξεν μέχρι τής σήμερον είς μακαριότητα τό άνυπόφορον κράτος σου, τό φώς τής μαθήσεως καί ό ήλιος τής άληθείας θέλουσι σάς άποδείξει είς τούς όφθαλμούς όλων, όχι καθώς προσποιείσθε νά είσθε, άλλά καθώς είσθε τωόντι. Καί θέλουσι σάς διδάξει ένταυτώ τήν άληθή όδόν τής άρετής καί ίερατικής διαγωγής. 'Ακούσατε νύν, άγαπητοί μου 'Ελληνες, όσοι άπό έσάς μέχρι τής σήμερον τό άγνοούσαν, άκούσατε τήν θλιβεράν διήγησιν τής σημερινής καταστάσεως τού ίερατικού τάγματος τής κοινής μας πατρίδος, καί ίδατε είς τί καταντεί τούς άνθρώπους ή τυραννία. Στοχαστικώτατος καί μεγάλος άνθρωπος έστάθη βέβαια ό νομοδότης Λυκούργος, ό όποίος προβλέποντας τά άφευκτα κακά, όπού ήθελε προξενήσει είς τούς συμπατριώτας του ή μεταχείρισις τών χρημάτων, τήν άπέβαλεν έξ άρχής άπό τήν Σπάρτην, καί κατέστησεν έκείνον τόν καλότυχον λαόν τόσον εύτυχή καί ένάρετον, ώστε όπού θέλει δοξάζεται καί τιμείται, έως όπού ύπάρχωσιν οί άνθρωποι. 'Επειδή, λοιπόν, ό νύν έλληνικός κλήρος, διά βάσιν τού συστήματός του καί διά γενικόν όργανον τής διαγωγής του έχει μόνον καί μόνον τόν χρυσόν, δέν νομίζω περιττόν, εί καί συντόμως, νά είπώ τι περί τής χρήσεώς του καί τής αύτού καταχρήσεως. Δέν είναι όμως ό σκοπός μου νά καταπείσω τούς χρυσολάτρας, ότι άπατώνται, έπειδή μού φαίνεται τό ίδιον, άν ήθελα παραστήσει τί έστί μανία, διά νά καταπείσω ένα τρελλόν, ότι είναι τρελλός. Αύτός, έν όσω είναι τρελλός, δέν τό πιστεύει νά είναι, μάλιστα κρίνει τόν έαυτόν του φρονιμώτερον άπό κάθε άλλον. Ούτως καί οί χρυσολάτραι. 'Εως όπού μέ τόν χρυσόν κάμνουσιν ό,τι θέλουσι, βέβαια δέν νομίζουσι άτοπον τήν λατρείαν των. 'Οθεν, άναγκαία είναι διά τούς πρώτους ή φρόνησις καί διά τούς άλλους ή καλή διοίκησις. Καί τότε ήμπορούν νά καταλάβουν έκείνοι ότι ήτον λωλοί, καί έτούτοι ότι έβαστούσαν τόσον καπνόν, έσφαλισμένον είς σιδερένια σεντούκια. 'Ομιλώ μόνον, λοιπόν, έπειδή ή ύπόθεσις είναι άξία περιεργείας, καί έπειδή νομίζω νά μήν δυσαρέση κάθε έξέτασις πραγμάτων, όπού άναφέρονται είς τό κοινόν καλώς έχειν. Τά χρήματα, ώ 'Ελληνες, είς άλλο δέν χρησιμεύουν, ούτε δι' άλλο τέλος ό έφευρετής τά έμεταχειρίσθη, παρά μόνον διά σημεία άριθμητικά, ήτοι διά μέτρον γενικόν τών πραγμάτων καί δηλωτικόν τής τιμής των. Ούτως λοιπόν έξ άρχής, διά νά διευκολύνουν τά δανείσματα καί άλλαγάς τών διαφόρων άναγκαίων των πραγμάτων, οί άνθρωποι έκαμαν τόσας μονάδας χρυσάς ή χαλκίνους, διά τών όποίων τά έμετρούσαν καί τά έμοίραζον όρθώς. Αύτή ή έφεύρεσις είς όλίγον καιρόν εύκόλυνεν τάς άμοιβαίας άλλαγάς, όχι μόνον άπό ένα ύποκείμενον είς άλλον, άλλά καί άπό πόλιν είς πόλιν, καί αύτός τρόπος, αί ίδίαι αίτίαι, καί τά αύτά άποτελέ σματα. σΑς έλθωμεν τώρα είς τήν κλάσιν τών πραγματευτών, λέγω, έκείνων, όπού πωλώσι διάφορα είδη είς τά έργαστήριά των, διότι περί τών ταξιδευόντων παραιτέρω ρηθήσεται. 'Αλλά τί ήμπορώ νά είπώ δι' αύτούς, χωρίς νά ξαναειπώ τά ίδια προλεχθέντα διά τούς τεχνίτας; τόσα μιλλιούνια ύπόκεινται είς τήν θέλησιν ένός άμαθούς τέρατος, όπού γεννηθείς καί άνατραφείς είς τόν κόλπον τής δουλείας καί τής άσωτείας, όχι μόνον δέν είναι άξιος νά διοικήση, άλλ' ούτε άξιος ήθελεν ήτον νά είναι ό ύποδεέστερος τών ύπηκόων. 'Ω! άλλοίμονον είς τούς 'Ελληνας, όπού τόν ύπακούοσι! 'Ακούσετε τώρα τόν τρόπον, μέ τόν όποίον αύτός διοικεί. 'Ο πρώτος, καί κυριώτερος, καί άπαράβατος νόμος είναι θέλησίς του. 'Οθεν, άν έξαιρέσωμεν μερικάς έντολάς τής θρησκείας των, κάθε άλλον νόμον άφανίζει τό κύρος του. 'Η άμάθειά του τόν βιάζει νά έκλέξη ένα κριτήν, τού όποίου δίδει τόν τίτλον τού Σοφωτάτου, ό όποίος άλλο δέν ήξεύρει, είμή νά γράφη καί νά άναγινώσκη τήν γλώσσαν του, μαζί μέ μερικά κεφαλαιώδη προστάγματα τού Μωάμεθ, όπού νά τά άκούση τινάς, τού έρεθίζουν γέλωτα. Τά περισσότερα άπό αύτά τά έντάλματα άναφέρονται είς τήν διατήρησιν τής θρησκείας καί μάλιστα είς τήν διαφύλαξιν τής άμαθείας. 'Η άπόφασις αύτού τού κριτού είναι άναντίρρητος. 'Ο κώδιξ τών τιμρι, βλέποντας ότι ήμπορούσε νά δώση μονάδας καί νά λάβη σιτάρι, τού έφάνη εύκολώτερον νά πλάση άπό αύτάς παρά νά σκάψη. 'Ο Δ. όπού δέν ήθελεν ούτε νά σκάψη, ούτε νά ζητήση τό μέταλλον, έπιτηδεύθη νά έφεύρη έν είδος καινούργιον, καί άφού τό έτελείωσεν, ήρεσεν τού Ε. όπού είχεν πολλάς μονάδας, καί εύθύς τάς άλλαξεν μ' έκείνο. 'Ιδού λοιπόν πώς ήρχισαν νά πληθύνουν τά μή άναγκαία πράγματα, τό όποίον έπρεπε νά άκολουθήση έξ άνάγκης, έπειδή τό περισσότερον σιτάρι, παραδείγματος χάριν, δέν ήτον άναγκαίον είς κανένα, ώσάν όπού ό άνθρωπος δέν τρώγει, άφού χορτάση' άλλ' αί μονάδες ηύξησαν είς άκρον. 'Οθεν έπρεπε νά άγοράσουν καί άλλα είδη, έκτός τών πρός τό ζήν άναγκαίων, καθώς ήκολούθησεν' καί τήν σήμερον είναι περισσότερα τά μή άναγκαία είδη, όπού μεταχειρίζονται οί άνθρωποι, παρά αί πολιτείαι όλης τής γής.

2. Οί άνθρωποι, ώς έπί τό πλείστον, εύχαριστούνται περισσότερον νά άκούωσι πράγματα ίδεαστικά, παρά άληθή, ώσάν όπού τά μή άληθή μέν έπιδέχονται κάθε αύξησιν καί έλάττωσιν, όπού ό καθείς ήθελε τούς δώσει κατά τήν άρέσκειάν του, τά δέ άληθή δέν ήμπορεί νά τά νομίση άλλέως, είμή καθώς είναι. 'Οθεν, καί γενικώς μία άλήθεια προξενεί όλιγότερον κρότον, παρά έν ψεύμα, όταν πιστεύεται ώς μία άλήθεια, καθώς βλέπομεν νά ήκολούθησεν είς τήν έφεύρεσιν τού χρυσού.

ρα είδη άπό τό άλλον, τήν σήμερον σχεδόν τά τρία τέταρτα τών άνθρώπων ένασχολούνται όχι είς άλλο, είμή είς τό νά δίδουν σήμερον τιμάς ίδεαστικάς είς έν είδος, διαφορετικάς άπό έκείνας, όπού είχεν χθές, είς τρόπον όπού, κάθε ήμέραν ξεκάμνοντες τά όσα είχον καμωμένα, δέν εύρίσκονται ποτέ άργοί. Αύτό λοιπόν τό φτιάσιμον καί ξεφτιάσιμον τό ώνόμασαν έμπόριον 

(1) Τώρα, λοιπόν, όπού άπεδείχθη ότι ή ύπόληψις, όπού τήν σήμερον εύρίσκεται είς τά χρήματα, είναι θετή καί ίδεαστική, πολλά εύκόλως ήμπορούσε νά έννοηθή, ότι καί άχρηστος είναι, μάλλον δέ έπιζήμιος, όμιλώντας γενικώς, ή έφεύρεσις καί μεταχείρισίς των. 'Αλλά διά περισσοτέραν σαφήνειαν, άς ύποθέσωμεν δύο, έξ ήν ό είς νά διαυθεντεύη τήν έφεύρεσιν τού χρυσού, καί ό άλλος νά τού είναι έναντίος, καί άς συγγράψωμεν τούς διαλόγους των. 'Ο πρώτος λοιπόν, μού φαίνεται, ότι ήθελεν είπεί: 'Η έφεύρεσις τών χρημάτων εύκόλυνεν τούς τρόπους

1. Τό έμπόριον δεικνύει φανερώς τήν ίδεαστικήν ύπόληψιν τών χρημάτων μέ τήν έφεύρεσιν τών άριθμητικών χαρτίων, διά μέσου τών όποίων μέ μίαν κονδυλίαν μελάνι ήμπορεί τινάς νά μετρήση όλα τά πλούτη τής γής. Πολλά μέ λυπεί, όπού αί περιστάσεις δέν μού τό συγχωρούσι νά όμιλήσω τι περί έμπορίου. 'Ισως άλλος τις έκπληρώση τήν έπιθυμίαν μου. 'Ο νέος Σοφοκλής τής 'Ιταλίας, είς έν σατιρικόν του έγχειρίδιον όμιλώντας περί τού έμπορίου καί πραγματευτών, κατά πολλά νουνεχώς τε καί άστείως λέγει:

 

Ρυεστι ιξ γιζςε ξυνεςιγθε σι αμτεςι,
Αδ οξτα ξοστςα, δαμμ Ετα ζυτυςε
Ζαςαξ γθιαναςγι, ι ποπομι δε ώεςι
Φιττ. Αμζιεςι

 

τής ζωοτροφίας, έδωσεν έκείνα τά είδη είς έν γένος, όπού δέν τά είχε, ηύξησε τάς ίδέας τών άνθρώπων, αύ ξάνοντας τόν άριθμόν τών πραγμάτων. 'Εγκαρδίωσεν τούς τεχνίτας, τιμώντας καί άγοράζοντας τά τεχνουργήματά των, καί, τέλος πάντων, έτίμησε τήν άνθρωπότητα καί τήν κατέστησεν εύγενή καί χρηστοηθή.

'Ο άλλος, βέβαια, ήθελεν άποκριθή: 'Η έφεύρεσις τών χρημάτων ήθέλησεν κατ' άρχάς νά μετρήση τά πρός τό ζήν άναγκαία πράγματα, έπειτα έμέτρησεν καί τά μή άναγκαία, καί μετά ταύτα έγινεν άνταμοιβή καί μέτρον τής άρετής. 'Αλλ' αύξάνοντας περισσότερον τά μέτρα άπό τά μετρητά, έξ άνάγκης καί άφ' έαυτού των τά μετρητά έμέτρησαν τά μέτρα, καί έξακολούθως τήν σήμερον τά χρήματα μετρώνται άπό τά πράγματα καί οί ήθικοί όρισμοί κατεστάθησαν μέτρα τού χρυσού (1). 'Η έφεύρεσις τών χρημάτων κατέστησεν τούς άνθρώπους έχθρούς τής φύσεως καί τού έαυτού των (2). 'Η έφεύρεσίς των κάμνει νά πιστεύουν οί περισσότεροι

1. Πρώτον δηλαδή έλεγεν τινάς έν κιλόν σιτάρι άξίζει τρείς μονάδας χρυσίου. 'Υστερα άπ' όλίγον είπεν ότι καί μία άρετή άξίζει δέκα μονάδας, καί, τέλος πάντων τώρα, ή λέγομεν, ή ύπονοείται άφ' έαυτού του, ότι τρείς μονάδες χρυσίου άξίζουν έν κιλόν σιτάρι, καί δέκα μονάδες άξίζουν μίαν άρετήν, ώστε όπού διά νά άποκτήση τινάς πολλάς άρετάς, άλλο δέν τού χρειάζεται, είμή νά έχη πολλάς μονάδας χρυσίου.

2. 'Η 'Αφρική κάθε χρόνον θυσιάζει πλήθος άνθρώπων, όπού ή άχόρταγος λύσσα τών ύπερηφάνων Βρεττανών καί άλλων άρπάζει καί πέμπει είς τήν 'Αμερικήν, διά νά σκάπτουν καί νά έβγάζουν αύτά τά μέταλλα άπό τά βαθύτατα έντόσθια τής γής. Οί ταλαίπωροι, όταν έλευθερωθούν άπό τόν θάνατον δέκα άπό τούς έκατόν είς ένα χρόνον, νομίζονται κατά πολλά εύτυχείς. Τόσον μεγάλους κόπους, ραβδίσματα, φόνους καί πείναν ύποφέρουν. Μάλιστα, πολλάκις εύρισκόμενοι είς τά βάθη τής γής, κρεμνίζεται τό χώμα καί θάπτει ζωντανούς πολλάς έκατοντάδας.

τών άνθρώπων, μεγαλείτερον τό μικρόν άπό τό μεγάλον (1). 'Η έφεύρεσίς των έφθειρε τά ήθη τών άνθρώπων, μέ τήν πολυτέλειαν (2), καί, τέλος πάντων, τά χρήματα έδωσαν ύπαρξιν άλλων δύο γενών άνάμεσα είς τούς άνθρώπους. 'Οθεν, έκτός τού άρσενικού καί τού θηλυκού, τήν σήμερον εύρίσκεται τό τρίτον γένος, διά νά είπώ ούτως, τών πλουσίων, καί τό τέταρτον, τών πτωχών. Ποίος έχοντας κρίσιν στοχασμού δέν φρίττει θεωρώντας τούς ένενήντα έννέα νά μήν ζώσι, νά μήν δουλεύωσι, νά μήν κοπιάζωσι δι' άλλο τι, ή διά τόν έαυτόν των, παρά μόνον καί μόνον διά τό καλώς έχειν τού ένός; Καί ποίος, βλέποντάς το, δέν καταλαμβάνει, ότι ή αίτία είναι, όπού όχι μόνον τά φυσικά καί ήθικά ύποδουλώθησαν είς τά χρήματα, άλλά καί οί ίδιοι άνθρωποι καταστάθησαν μέτρα τού χρυσού, καί ότι, όποιος έχει περισσοτέρας μονάδας χρυσίου, ήμπορεί νά άγοράση περισσοτέρους άνθρώπους; Χειρότερον πράγμα γίνεται άπό αύτό άραγε; Οί άνθρωποι νά ούτιδανωθώσι τόσον, ώστε όπού μέ άκραν άδιαντροπίαν νά άκούη τινάς τόν όθωμανόν νά λέγη, όμοίως καί τόν βρεττανόν, «σήμερον άγόρασα δέκα άνθρώπους»! Πώς ήμπορεί, έκείνος όπού τά στοχάζεται, νά ζήση, καί νά ήξεύρη, ότι, χωρίς νά θέλη νά πωληθή ένας, τόν άγοράζουν μέ βίαν, καί μάλιστα νά είναι αύτός ό ίδιος ύποχρεωμένος νά άγοράση άλλους, καί νά γίνη

1. Είναι πασίδηλον πόσον νομίζονται άξιώτεροι οί άνάξιοι πλούσιοι άπό τούς άξιωτάτους πτωχούς. 2. 'Η πολυτέλεια έδίδαξεν όποιον είχεν πολλάς μονάδας, όχι μόνον νά μή δουλεύη πλέον τήν γήν καί νά μήν φυλάττη τά πρόβατα, άλλ' ούτε νά κοιμάται, χωρίς νά τού έτοιμάσουν τήν κοίτην, ούτε νά τρώγη, χωρίς νά τού έτοιμάσουν τό φαγί καί τά έξής. 'Ο δέ μή έχων μονάδας, διά νά άποκτήση, ήναγκάσθη νά ύπάγη είς δούλευσιν τού έχοντος.

κακός, θέλοντας καί μή θέλοντας; 'Οποία είναι ή καλωσύνη, όπού μάς ήλθεν άπό τήν έφεύρεσιν τών χρημάτων; 'Ισως όπού μάς εύκόλυνεν τάς άμοιβαίας διαλλαγάς; 'Αλλά ποία άνάγκη ήτον, διά νά μάς τάς εύκολύνη; Καί πώς έζούσαν οί άνθρωποι, πρίν νά έφεύρουν τούς χρυσούς άριθμούς; Οί 'Αμερικάνοι πρό τεσσάρων αίώνων δέν έτρωγον ίσως, δέν ένδύοντο, δέν είχον ίσως όλας τάς άρετάς, μήν έχοντες κανένα έλάττωμα; 'Απέθανον άπό πείναν ίσως οί Λάκωνες, όπού δέν έμεταχειρίζοντο τόν χρυσόν; σΗ μήπως δέν ήφανίσθη όλη ή 'Ελλάς έξ αίτίας του; Δέν τυραννείται μέχρι τής σήμερον άπό αύτόν; Καί, τέλος πάντων, τό άνθρώπινον γένος δέν άσχημώθη τόσον άπό αύτόν; Δέν πωλείται ίσως ή δικαιοσύνη διά τού χρυσού; Δέν άγοράζονται ίσως οί κριταί διά τού χρυσού; Δέν σκεπάζει ίσως ό πλούσιος τάς άνομίας του διά τού χρυσού; Δέν χάνει ίσως ό πτωχός τά δίκαιά του διά τής έλλείψεως τού χρυσού (1); Διατί, τάχατες, νά βλέπωμεν ένα άνθρωπον νά όρίζη άλλους άνθρώπους, καί δέκα άνθρωποι νά τρέχουν όπισθεν είς τόν ένα, ώσάν νά ήτον αύτοί χοίροι, καί αύτός χοιροβοσκός; Τί περισσότερον άπό τούς άλλους έχει αύτός, όπού τόσον αύστηρώς καί ύπερηφάνως κτυπά, ύβρίζει καί καταφρονεί τούς άλλους; Διατί, διατί, ό ένας νά όνομάζεται δούλος καί ό άλλος κύριος; Διατί ό πλούσιος νά τρώγη, νά πίνη, νά κοιμάται, νά ξεφαντώνη, νά μήν

1. 'Η πτώχεια, φεύ, έκνευρώνει καί άδυνατίζει τάς πλέον σταθεράς καί ήρωικάς ψυχάς, πόσον μάλλον τούς άπλούς καί άθώους νύν 'Ελληνας, όπού τήν ύποφέρουσι. 'Ενας πατήρ δέκα τέκνων, μήν έχων τήν άναγκαίαν κυβέρνησιν, πού δύναται, ή πού τού μένει καιρός νά στοχασθή διά τό μέλλον καλόν, όταν τά τέκνα του παντοτινά τού ζητούσι τόν έπιούσιον άρτον;

κοπιάζη καί νά όρίζη, ό δέ πτωχός νά ύπόκειται, νά κοπιάζη, νά δουλεύη πάντοτε, νά κοιμάται κατά γής, νά διψή, καί νά πεινά; Ποία είναι ή αίτία, ώ άνθρωποι, παρά ή έφεύρεσις τού χρυσού; Ποία άνάγκη μάς βιάζει, λοιπόν, νά τόν φυλάττωμεν; Μήπως οί άνθρωποι ζώσι μέ μέταλλα, ή μήπως διά τού χρυσού καλλιεργείται ή γή; Καί διατί τάχατες δέν ήθελον ήμπορέσει νά ζήσουν οί άνθρωποι χωρίς τόν χρυσόν; Καί τί ήθελε γίνει ό χρυσός, άν τού έλειπεν άπό όλους ή ύπόληψις (1); Καί διατί τοσαύτη ύπόληψις είς έν μέταλλον (2); Δέν είναι ίσως ή πρώτη καί ή κυρία πρόξενος τόσων φοβερών πλημμελημάτων ό χρυσός (3); Δέν πωλείται 

1. 'Ω, πόσον άξιον γέλωτος θέαμα ήθελεν σταθή, άν καθ' ύπόθεσιν ήρχετο μία γενική θέλησις τών όσων δέν έχουν χρυσάφι, νά σηκώσουν τήν ύπόληψιν άπό αύτό δι' όλίγον καιρόν! 'Ω, τής ταλαιπωρίας τών πλουσίων! Πόσοι άπό αύτούς ήθελον μείνει πάντοτε είς τό κρεβάτι, μήν έχοντας τόν δούλον, ή τήν δούλην νά τούς σηκώση! Πόσοι ήθελον κατακοπρισθή έπάνω των, μήν ήξεύροντες πώς νά λύσουν τά δεσίματα τών φορεμάτων των! Πόσοι ήθελον σκωληκιάσει καθήμενοι, μήν ήξεύροντες νά περιπατήσουν! Πόσοι άλλοι ήθελον μείνει γυμνοί μήν ήξεύροντες πώς νά ένδυθώσι! Καί άναμφιβόλως ήθελον άπεθάνει οί περισσότεροι άπό πείναν, μήν έχοντες ποίον νά τούς μαγειρεύση. 'Ω, πράγμα γελοιώδες, όπού ήθελεν σταθή! 'Ανθρωπότης, άνθρωπότης, έως πότε νά μήν βλέπης μέ τά όμμάτια άνοικτά! 

2. Οί γέροντες εύχονται καί λέγουσι τών νέων: «Προσπάθησε, τέκνον μου, νά γίνης άνθρωπος», έννοούντες, νά άποκτήση χρήματα. Καί πάλιν λέγουσι: «'Ο δείνας πρό τριών χρόνων δέν ήτον τίποτες, τώρα έγινεν άνθρωπος», δηλαδή άπόκτησε χρυσάφι, είς τρόπον, όπού οί μή έχοντες χρυσίον, δέν νομίζονται παρ' αύτών άνθρωποι.

3. Οί μή έχοντες χρυσίον προσπαθούσι νά άπολαύσωσι, καί μή δυνάμενοι νά έπιτύχουσι τού σκοπού των ταχέως διά τής όρθής όδού, ποίος γίνεται φονεύς, ποίος προδότης καί σχεδόν όλοι κόλακες καί κλέπται.

ή τιμή ίσως διά τού χρυσού; Δέν άγοράζεται ίσως ή άξιότης δι' αύτού; Δέν κλαίει, τέλος πάντων, τό άνθρώπινον γένος έξ αίτίας του; 'Εν ένί λόγω δέν είναι πρόξενος τής πολιτικής άνυποφόρου άνομοιότητος καί τών έξ αύτής προερχομένων μυρίων κακών; Φεύ! Βαβαί!..

Συνέχεια