ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
||
τούς ταλαιπώρους νέους, οίτινες έποθούσαν νά παύσωσι τήν δίψαν των μέ τά καθαρά νάματα τής σπουδής καί σχεδόν δέν έτολμούσαν. Τήν σήμερον οί σπουδαίοι, άν κατά χρέος άκόμη δέν εύλαβώνται καί δέν τιμώνται, δέν καταφρονώνται όμως, ούτε περιπαίζονται. Καί καθείς άπό τούς προεστούς, άντίς νά σφαλίση τόν υίόν του είς τό όσπίτιόν του, καί νά τόν άφήση άμαθέστατον, μετά πάσης τής έπιμελείας τόν πέμπει είς τά σχολεία, διά νά φωτισθή. Είς αύτά κράζω διά μάρτυρας όλους σας, ώ 'Ελληνες, καί μάλιστα όσους έχουσιν υίούς (1). Τά σχολεία δέν είναι πλέον έρημα ώς καί πρότερον, άλλά τό καθέν περιέχει πενήντα καί έκατόν μαθητάς, οίτινες άφού άνέγνωσαν τόν ήδύτατον Ξενοφώντα, τόν νουνεχή Πλούταρχον καί τούς λοιπούς ίστορικούς φιλοσόφους τών προγόνων μας, έγνώρισαν τόν βόρβορον τής τυραννίας καί κλαίουσι πικρώς διά τήν δυστυχίαν τής πατρίδος μας. Δέν προφέρουσι πλέον τό όνομα τής έλευθερίας μέ φόβον, μήπως καί τούς άκούσωσιν οί προεστοί ή οί άρχιερείς καί τούς κηρύξουσιν άθέους, ώς πρότερον έκαμνον, άλλά τό προφέρουσι μέ έκείνο τό θάρρος, όπού οί δούλοι δέν ήμπορούν νά έχωσι. Δέν παύουσιν άπό τό νά νουθετώσι τούς άμαθείς φίλους των, καί μέ τό παράδειγμά των έπαρακίνησαν όλους νά στοχασθώσι μίαν φοράν καθώς πρέπει, όπού μέχρι τής σήμερον δέν τό έκαμνον. 1. 'Η 'Ελλάς χρεωστεί αύτήν τήν χάριν έκείνων τών όλίγων φιλοπάτριδων, οί όποίοι έθυσίασαν μέρος τής περιουσίας των καί έκτισαν σχολεία, πληρώνοντες όχι μόνον τούς διδασκάλους, άλλά καί τούς ίδίους μαθητάς, όταν είναι πτωχοί. 'Επλούτισαν τά σχολεία μέ τά άναγκαιότερα βιβλία, τόσον έπιστημονικά καθώς καί ήθικά, όπού έκδωσαν είς τύπον, μέ τά άναγκαία όργανα τής μαθηματικής καί φυσικής, καί έν ένί λόγω, τά πάντα έπρόβλεψαν. 'Εν ένί λόγω, διά νά λάβη τό πάν τό ποθούμενον τέλος, άλλο δέν τούς λείπει, είμή ή έλευθερία. 'Η άγχίνοιά των είναι άμίμητος. Οί 'Ελληνες, ώ άδελφοί μου, έχουσι μίαν φυσικήν διάθεσιν, όχι μόνον είς τό νά μιμώνται, - όμιλώντας γενικώς - άλλά καί είς τό νά έφευρίσκωσι. Οί νόες των είναι γεννητικοί είς τό άκρον, είς τρόπον όπού, μετά τήν έπανόρθωσιν τού γένους μας, δύο χρόνων διάστημα είναι άρκετώτατον νά ξαναδώση είς ήμάς τάς προτέρας μας άρετάς. Πώς νά παραιτήσω τούς έπαίνους, όπού τυχαίνουν έκείνων τών ήρώων τής 'Ελλάδος, οί όποίοι μήν ύποφέροντες τάς φοβεράς τυραννίας τών όθωμανών, έκλέγουσιν έκείνους όπού γνωρίζουσιν άξιωτέρους καί φεύγουσιν είς τά δάση, διά νά διαυθεντεύσουν τήν έλευθερίαν των; Πού έσπούδαξαν έκείνοι τακτικήν, διά νά άντισταθώσιν είς τό πλήθος τών έχθρών των, καί νά τούς νικώσι πάντοτε; (1) Δέν άποδεικνύουσιν αύτοί φανερά καί τήν άφευκτον πτώσιν τής όθωμανικής δυναστείας καί τήν εύκολίαν τής έπανορθώσεώς μας; 'Η μήπως είναι όλίγοι! Τήν σήμερον είς όλην τήν 'Ελλάδα εύρίσκονται βέβαια άπό αύτούς περισσότεροι άπό δέκα χιλιάδας, τών όποίων ή άνδρεία είναι άδιήγητος καί ή άγάπη διά τήν έλευθερίαν τους άπερίγραπτος. Αύτοί οί ήρωες πολλάκις, μήν άπαντώντες έχθρούς, διά νά λάβωσι μέ τήν νίκην τά όσα τούς είναι άναγκαία, ζώσι δύο καί τρείς ήμέρας μέ νερόν καί χόρτα, καί ούτως δέν ένοχλούσι τούς χωριάτας είς 1. Είναι άξιον θαυμασμού, όπού ένας άπό αύτούς τούς ήρωας μέ μόνον δέκα έξ συντρόφους έφυλάχθη πολλούς χρόνους έλεύθερος είς τά μέρη τού Ξηρομεριού, καί συνεκρότησεν μυρίους πολέμους έναντίον πολλών έκατοντάδων έχθρών. τό ούδέν. Καθείς άπό αύτούς άξίζει δέκα άρχιστρατήγους άλλογενείς διά τήν έξυπνότητα τού νοός καί διά τάς πολεμικάς έφευρέσεις, διά δέ τήν άγάπην τής έλευθερίας καί τήν μεγαλοψυχίαν, δέν είναι δυνατόν νά τούς παρομοιάση τινάς μέ κανένα άπό τούς τωρινούς άρχιστρατήγους (1). Τά ήθη τών 'Ελλήνων, πρός τούτοις, είναι άλλη μεγαλειτέρα αίτία, ότι εύκολος είναι ή έπανόρθωσίς των. 'Ολοι οί 'Ελληνες, καί μάλιστα οί χωρικοί, έχουσι μεγαλωτάτην κλίσιν είς τά άρματα (2). Σχεδόν καθείς άπό αύτούς έχει δύο καί τρία άρματα, καί είναι άξιοθαύμαστοι κυνηγοί (3). Είναι δέ γενικώς πεπροικισμένοι άπό τήν φύσιν μ' έν πνεύμα γεννητικόν καί όρθόν. 'Ανάμεσα δέ είς τάς φυσικάς των άρετάς, διά νά είπώ έτζι, ή φιλοξενία είναι είς αύτούς γενική. Τέλος πάντων φιλόθρησκοι καί είς τό άκρον έναντίοι τών όθωμανών. 'Η αύτοΐδιότης τής τροφής των καί τά καθαρά άνα- 1. Οί νύν άρχιστράτηγοι τών άλλογενών, άφού κατά συνήθειαν προστάξωσιν όσα έμαθον νά λέγωσι, τότε έπιστρέφουσιν είς τά όπισθεν, μέ πρόφασιν διά νά μήν βάλουν είς κίνδυνον τά στρατεύματα μέ τόν χαμόν τής ζωής των, καί ούτως πολλάκις κλέπτουσι τήν τιμήν μιάς νίκης, είς τήν όποίαν αύτοί δέν έλαβον ίσως τό παραμικρόν μέρος, καί πάντοτε μέ τήν άπουσίαν τους προξενούσι τήν σύγχυσιν, όπού είναι πρόδρομος τής ήττας. 2. Τό μικρόν παιδάριον ένός ήρωος Σουλιώτου, όπού ό τύραννος 'Αλής, ώς αίχμάλωτον έφύλαττε είς τήν μητρόπολιν τών 'Ιωαννίνων μαζί μέ τήν μητέρα του καί άδελφάς του, δέν ύπόφερνε τοιαύτην φυλακήν, καί άλλέως δέν ήμπόρεσαν νά τό ήμερώσουν, παρά δίδοντάς του τά πολεμικά άρματα, μέ τά όποία παίζοντας ήσύχασεν. 3. Πολλοί χωριάτες, μάλιστα δέ οί Σουλιώτες, τόσον είναι έπιτήδειοι είς τό νά σημαδεύουσιν μέ τό βόλι, όπού πολλάκις τό περνούσι άπό έν δακτυλίδι. 'Εχουσι δέ καί τήν όρασιν τόσον όξείαν καί καθαράν, όπού βλέπουσι τήν νύκτα περισσότερον άπ' ό,τι βλέπουσιν οί άκαδημικοί τής Κρούσκας τήν ήμέραν. μέ βιάς τ' όλοστερνό άποξίγκι άρπούν, τίς λυχνοκάφτρες θρέφουν. Τού Χάρου τό λιγνό βοδάλαφο νογούν ν' άκροδιαβαίν βρυστικά νερά όπού πίουσι, τούς βαστά άδιακόπως είς μίαν εύρωστίαν καί δύναμιν έξαίσιον (1). 'Η είλικρινότης καί εύθύτης των είναι βέβαια άξίαι τού χρυσού αίώνος. Τό σέβας των πρός τούς γέροντας καί ή άγάπη των διά τήν δόξαν είναι όμοίαι μέ τών Σπαρτιάτων. Είναι λίαν εύστροφοι, άγαπούσι καταπολλά νά έπιχειρίζωνται κάθε δύσκολον ύπόθεσιν, καί είναι περισσότερον ριψοκίνδυνοι, παρά δειλοί (2). 'Η διαγωγή των είναι ένάρετος, καί μέ τόσην σταθερότητα ύποφέρουσι τά βάσανα τής όθωμανικής τυραννίας, όπού φανερά άποδεικνύεται ή άνότης τής ψυχής των' καταφρονούσι δέ είς τό άκρον τούς τυράννους των, καί ή προθυμία των είς τό νά έλευθερωθώσι είναι άκρα. 'Αλλο δέν προσμένουν, παρά μόνον ένα άρχιστράτηγον, διά νά τού γίνουν όλοι όπαδοί, καί νά ξαναποκτήσουν τήν έλευθερίαν τους. 'Ισως κανείς άπό τούς άναγνώστας, μάλιστα δέ άν είναι άλλογενής - διά τούς όποίους έγώ δέν γράφω- ήθελε μέ κατακρίνει διά κόλακα πρός τούς όμογενείς μου, τούς όποίους τρόπον τινά φαίνεται νά έπαινώ πολλά. Διά τούτο λοιπόν, θέλοντας νά έβγάλω άπό αύτούς τοιαύτην άμφιβολίαν, θέλω προσπαθήσει νά άποδείξω έν συντόμω τάς αίτίας τοιούτου χαρακτήρος. Τό νά διαφέρωσιν οί άνθρωποι άναμεταξύ των, τόσον κατά τό σώμα, καθώς καί κατά τό πνεύμα, ούδείς βέβαια άμφιβάλλει. Τρείς είναι λοιπόν αί αίτίαι τοιούτου άποτελέσματος. 'Η θέσις μιάς έπαρχίας ώς πρός τήν γηίνην σφαίραν, τό κλίμα καί αί περιστάσεις. 'Η μέν πρώτη προξενεί τήν διαφοράν είς τά γένη, ώς έπί παραδείγματι ό Ρώσσος διαφέρει άπό τόν 'Αφρικάνον. 'Η δέ δευτέρα έκτελεί τό αύτό άπό πολίτην είς πολίτην, καί ούτως ό 'Αθηναίος διαφέρει άπό τόν Λακεδαίμονα. Καί ή τρίτη, τέλος πάντων, είς τήν όποίαν αί δύο πρώται πολλά συνεισφέρουσι, άποκαταστεί μεγαλειτέραν τήν διαφοράν άνάμεσα είς τούς άνθρώπους, καί διά τούτο ό είς διαφέρει τού άλλου. 'Η διοίκησις, ή θρησκεία, ό άριθμός τών κατοίκων, τά ήθη, καί τέλος πάντων ή έξακολούθησις άγνώστων αίτιών, ήτοι τό συμβεβηκός, συνθέτουσι ταύτην τήν τρίτην αίτίαν, λέγω, τών περιστάσεων. 'Οθεν καί είς τήν διαφοράν τού χαρακτήρος τού καθενός έχει τό μεγαλείτερον μέρος. 'Αδύνατον είναι τώρα νά έπαριθμήση τινάς όλα έκείνα, είς τά όποία συνίσταται ή διαφορά τών άνθρώπων. Φθάνει, έν συντόμω, νά ήξεύρωμεν, ότι ή μέν θέσις κατά μοίρας, ώσαύτως καί τό κλίμα, άποκαταστώσι τούς άνθρώπους, ή μιάς κράσεως ύγιεστάτης, ή άδυνάτου, έκ τών περιστάσεων δέ ή μέν νομαρχία καταστεί τόν άνθρωπον άφοβον, είλικρινή καί ένάρετον, ή τυραννία δέ δειλόν, πονηρόν καί ύποκριτήν. 'Η θρησκεία ώσαύτως, τό Εύαγγέλιον τού Χριστού παραδείγματος χάριν, κατασταίνει τούς όπαδούς του φιλευσπλάγχνους, φιλοξένους καί συμπαθητικούς. 'Η έβραΐκή θρησκεία κάμνει τόν λαόν μισάνθρωπον. 'Η όθωμανική, τέλος πάντων, τόν κάμνει αύτόματον, καί ούτως διά τάς λοιπάς. Πρός τούτοις, τό συμβεβηκός έχει δύναμιν πολλάκις νά χαρακτηρίση ένα λαόν. Τυχαίνοντας, παραδείγματος χάριν, έν γένος είς πόλεμον μέ διάφορα άλλα γένη, καί νικώντας τα δύο καί τρείς φοράς, λαμβάνει βαθμηδόν έν θάρρος τοσούτον, ώστε όπού μέ τόν καιρόν τού μένει ξεχωριστόν του κτήμα. Ούτως ήκολούθησεν είς τούς Σπαρτιάτας καί τό ίδιον μάς τό βεβαιούσιν οί Σπαρτιάτες τού νύν αίώνος, λέγω οί θαυμαστοί Σουλιώτες, οί όποίοι ποτέ δέν έκαταδέχθησαν νά πολεμήσουν τούς έχθρούς των, άν πρότερον δέν τούς έβλεπον δεκαπλασίως περισσοτέρους των. Τό κλίμα τής 'Ελλάδος καί ή κατά μοίρας θέσις αύτής είναι έξαίρετα. 'Ολη σχεδόν ή 'Ελλάς είναι στολισμένη μέ λόφους καί πεδιάδας θαυμασίας, τά περισσότερα χωρία εύρίσκονται είς ύψος, ή γή είναι καταπολλά καρποφόρος, τά νερά καθαρώτατα, ό άήρ εύκρατος, όθεν καί γενικώς οί 'Ελληνες είναι ύγιείς καί εύφυείς. Αί περιστάσεις δέ όπού είς τόν παλαιόν καιρόν κατέστησαν τούς 'Ελληνας τόσον άξιωτέρους άπό τά άλλα γένη, τούς έχαρα χιόνια, κι όλο κι οί λύχνοι άποβασίλευαν, κι ό Χάρος κτήρισαν διά φιλοξένους, μεγαλοψύχους, ζηλωτάς τής πατρίδος των καί λατρευτάς τής έλευθερίας. Οί Ρωμαίοι μετά τόν Φίλιππον ώλιγόστευσαν όπωσούν τήν πρώτην των καθαρότητα, οί όθωμανοί δέ, φυλάττοντές τους ύπό τής βαρβάρου τυραννίας των, δέν ήμπόρεσαν ποσώς ούτε νά τούς φθείρουν τά ήθη, ούτε νά τούς άλλάξουν τόν παλαιόν χαρακτήρα τους, καί τούτο διά δύο αίτια. Πρώτον μέν, έπειδή οί όθωμανοί είναι έτερόθρησκοι, καί δεύτερον, όπού οί 'Ελληνες, μήν έχοντες είς χείρας των τήν διοίκησιν, πάντοτε έμειναν οί ίδιοι. Αύτοί, νομίζοντες τούς όθωμανούς τόσους ξένους τυράννους των, ούτε είς τά ήθη των τούς έμιμήθησαν, ούτε είς τόν χαρακτήρα των. Καί άν ή τυραννία τών όθωμανών ήφάνισεν τήν 'Ελλάδα κατ' άλλα μέρη, βέβαια δέν ήδυνήθη νά διαφθείρη τά ήθη τών κατοίκων της, όπού, ίσως, ένας μονάρχης, ήτοι τύραννος τής αύτής θρησκείας καί γένους, ήθελεν κάμει. Τά ήθη, λοιπόν, καί ό χαρακτήρ τών 'Ελλήνων προδεικνύει τήν εύκολίαν τής έλευθερώσεώς των. 'Αλλά άς στρέψωμεν, τέλος πάντων, τά όμματά μας είς τά παραδείγματα, διά νά καταπεισθώμεν εύκολώτερα. 'Εγώ ήμπορούσα νά σάς άναφέρω χίλια παραδείγματα γενικών έπαναστάσεων, παλαιών τε καί νέων είς διάφορα μέρη τής γής, διά νά σάς άποδείξω ότι, όταν μία έπανάστασις έχει διά όρον καί τέλος τήν έλευθερίαν, όταν δηλ. ή ύπόθεσις έγγίζει τούς περισσοτέρους, πάντοτε εύδοκιμεί. 'Αλλ' ή διήγησίς των ήθελεν σταθή πολλά διεξοδική, ώσάν όπού έπρεπε νά άναφέρω καί τάς περιστάσεις καί τά έπίλοιπα. 1. Σχεδόν είς όλα τά χωρία τής 'Ελλάδος δέν εύρίσκεται ίατρός' ή, διά νά είπώ καλλίτερα, δέν εύρίσκεται άρρωστος. 2. 'Οποιος παρατηρήση τά παιγνίδια τών παίδων καί νέων είς τήν 'Ελλάδα, εύκόλως ήμπορεί νά έννοήση τό ήρωΐκόν πνεύμα των, ώσάν όπού ή τύχη δέν έχει τό παραμικρόν μέρος είς αύτά, άλλά μόνον ή άνδρεία, καί μάλλον ή άγχίνοια. Πρός τούτοις τά παιδάρια συγκροτούν πολέμους άναμεταξύ των, τόσον είς όλα τά χωρία σχεδόν, καθώς καί είς διαφόρους πόλεις (είς τάς όποίας τών όθωμανών τά παιδία είναι διά παραπλήρωσιν καί φεύγουν τά πρώτα είς τήν παραμικράν στενοχωρίαν). Τά άρματά των είναι τόσα ξύλα, καί πολλάκις μεταχειρίζονται καί πέτρας. Τόσον τακτικά καί στοχαστικά διαυθεντεύονται καί πολεμούσι, όπού είναι όντως άξια θαυμασμού. Πολλάκις ό πόλεμος καί ή άδιάκοπος συγκρότησις βαστά έως τρείς ώρας. Φυλάττουσι μέ πάσαν άκρίβειαν τούς πολεμικούς των νόμους, καί άν κανένας δέν ύπακούση, εύθύς οί λοιποί τόν έκβάλλουν άπό τόν κατάλογον τών πολεμούντων. 'Υποδέχονται τούς αίχμαλώτους μέ κάθε καλωσύνην, άγκαλά καί νά τούς παρηγορούσιν είρωνικώς. Αύταί αί γυμνάσεις άκολουθούν είς τάς έορτάς, καί πάντοτε κρυφίως, έπειδή ό όθωμανός κυβερνητής δέν τούς τό συγχωρεί ή άπό άμάθειαν ή άπό φθόνον. Πολλάκις άκολουθεί καί θάνατος είς αύτάς τάς γυμνάσεις. Μ' όλον τούτο ή φυσική κλίσις τών νέων είς τά άρματα δέν ψηφεί ούτε φοβερισμούς, ούτε κίνδυνον, καί σχεδόν είς όλην τήν 'Ελλάδα εύρίσκεται αύτή ή συνήθεια. |
||
Δόξα ούν τή 'Ελευθερία, έχομεν έν παράδειγμα, καί μεγάλον καί νέον, τό όποίον είναι άρκετόν, διά νά σάς καταπείση, χωρίς νά έχω χρείαν νά άντιγράψω τούς ίστορικούς. Τοιούτον παράδειγμα τόσον είναι άξιοθαύμαστον είς τήν ίδιότητά του, όσον μεγαλειτέρα ήθελε σταθή ή άνοησία έκείνων, όπού δέν ήθελον καταπεισθή. Οί Σέρβοι μάς δίδουν αύτό τό μεγάλον παράδειγμα, ώ 'Ελληνες. Αύτοί ήτον ό λαός ό πλέον άπλούστατος, καί βέβαια καθείς έστοχάζετο, ότι άργότερα ήθελε λάμψει ή έλευθερία είς έκείνα τά μέρη, παρά είς τά άλλα. Μ' όλον τούτο, ό θαυμαστός στρατηγός των καί έλευθερωτής των Γεώργιος έστάθη ίκανός νά έπαναστατηση όλους τούς συμπατριώτας του, καί είς τό βραχύτατον διάστημα έξ μηνών νά έλευθερώση τήν πατρίδα του άπό τόν ζυγόν τής όθωμανικής τυραννίας. 'Ω, πόσα μαθήματα έδωσεν καί πόσας άμφιβολίας διέλυσεν μέ τά έργα του ό άξιάγαστος Γεώργιος είς μεταχείρισιν τών 'Ελλήνων! 'Ω, πόσον άποστόμωσε τούς άνοήτους καί φλυάρους κατά τών 'Ελλήνων μέ τά κατορθώματά του, καί έτρόμαξεν τούς άχρείους όθωμανούς μέ τά άρματα τής νίκης καί τής έκδικήσεως! 'Ω 'Ελληνες, μάθετέ το διά πάντοτε, τά άρματα τής δικαιοσύνης είναι άνίκητα, καί οί όθωμανοί θέλουν φύγει άπ' έμπροσθεν τών άρματωμένων 'Ελλήνων. Μήν άλησμονήσητε πρός τούτοις, παρακαλώ, τό παντοτινόν παράδειγμα τών θαυμαστών Μανιάτων. 'Ιδετε ότι οί όθωμανοί ποτέ δέν ήμπόρεσαν νά τούς καταδαμάσουν, ούτε κάν νά πλησιάσωσι τολμούσι πλέον είς τά σύνορά των. 'Ενθυμηθήτε, τέλος πάντων, ότι ή άρχή τής νίκης είναι ή άνθίστασις, καί ότι οί 'Ελληνες δέν είναι ούτε άγριοι, ούτε ούτιδανής ψυχής, καθώς οί έχθροί των όθωμανοί. 'Εγώ δέν ήξεύρω, τί νά σάς είπώ περισσότερα, χωρίς νά σάς ξαναειπώ τά ίδια. 'Η ύπόθεσις είναι τόσον φανερά, όπού μού κακοφαίνεται τή άληθεία, νά ήθέλησα νά σάς τήν άποδείξω. 'Αλλ' έπειδή άνάμεσα είς έκείνους όπού άμφιβάλλουν άπό δισχυρογνωμίαν, ή μάλλον είπείν κακογνωμίαν, εύρίσκονται τινές, οί όποίοι άμφιβάλλουσιν άπό άμάθειαν, διά τούτο καί μόνον άπεφάσισα νά παραστήσω τάς αίτίας, όπού βιάζουσιν ένταυτώ καί εύκολύνουν τήν έπανόρθωσιν τού γένους μας. 'Υστερα λοιπόν άπό τάς προειρημένας αίτίας, όπού άνέφερον, μένει άκόμη μία, ή όποία τόσον είναι μεγάλη καί εύκολονόητος, όπού πρέπει νά καταπείση καί τούς πλέον δισχυρογνώμονας. Ποίος άμφιβάλλει, έπί παραδείγματι, ότι τό μέρος είναι μικρότερον άπό τό όλον; Ποίος πρός τούτοις άμφιβάλλει, ότι μία δύναμις άς πέντε νικά μίαν άλλην άς δύο; Βέβαια ούδείς. Οί 'Ελληνες λοιπόν πρός τούς όθωμανούς, είναι άς τά έπτά πρός τό έν, καθώς άνωτέρω άπεδείχθη. Καί ποίος, παρακαλώ σας, τώρα δέν θέλει καταπεισθή άπό αύτήν τήν δείξιν, ότι οί 'Ελληνες πρέπει έξ άνάγκης νά νικήσωσι τούς όθωμανούς; Ποίος είναι έκείνος, όπού νά άμφιβάλλη καί νά μήν είναι όλοτελώς άναίσθητος; 'Εγώ θέλω νά έλπίσω, ότι δέν θέλει εύρεθή κανείς τόσον δύσνους καί άνόητος. 'Ω 'Ελληνες! 'Ω άγαπητοί μου άδελφοί! Καί όλιγότεροι άν ήμεθα άπό τούς όθωμανούς, άφεύκτως ήθέλαμεν τούς νικήσει, διά τάς τόσας αίτίας όπού άνωτέρω είπον, πόσω μάλλον όντες έπτάκις άνώτεροι είς τήν ποσότητα! Οί έχθροί μας δέ όχι κατά τόν άριθμόν μόνον, άλλά καί κατά τά ήθη, κατά τήν άνδρείαν καί κατά τήν μεγαλοψυχίαν, είναι έκατόν φοράς ύποδεέστεροί μας. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν νά μήν νικήσωμεν τούς έχθρούς μας; 'Ισως πάλιν κανένας άπό έκείνους όπού συνηθίζουν νά έρωτώσι, χωρίς νά καταλαμβάνωσι, ήθελεν άποκριθή: «σΑν ούτως έχει τό πράγμα, διατί λοιπόν μέχρι τής σήμερον δέν τούς ένίκησαν;» Καί πότε έπολέμησαν, άνόητε άνθρωπε, καί δέν τούς ένίκησαν; Αύτοί οί όλίγοι φευγάτοι είς τά δάση, όπού καθημερινώς πολεμούσι καί νικούσι, δέν είναι ίκανοί ίσως νά σού άποδείξουν τήν άλήθειαν; Τά έλληνικά πλοία, καί μάλιστα τών 'Υδριώτων, όπού καθημερινώς μέ τούς άλλογενείς πειράτας έχθρούς των πολεμούσι, δέν τούς νικούσιν ίσως πάντοτε, άγκαλά καί άσυγκρίτως μεγαλειτέρους των; 'Ο Γεώργιος δέν έλευθέρωσεν ίσως τούς Σέρβους; Καί ποίος άμφιβάλλει, ότι ό Ρήγας ήθελεν έλευθερώσει τήν 'Ελλάδα, άν ή φθονερά τύχη μας δέν ήθελεν δανείσει τής προδοσίας τό μιαρόν ξίφος είς τάς χείρας τού σκληρού Οίκονόμου; 'Αλλ' ίδού πάλιν άλλος, άπ' έκείνους όπού κρίνουν τά πράγματα καθώς τά βλέπουν, καί όχι καθώς είναι, νά λέγη: «'Ε! ένας ήτον ό Ρήγας, καί άλλος δέν εύρίσκεται». 'Ω, πόσον λανθάνεται, όποιος έτζι στοχάζεται! 'Εγώ δέν θέλω νά κάμω τοιαύτην άτιμίαν τής άνθρωπότητος, καί μάλιστα τού γένους μας, πιστεύοντάς το. Καί άν μέχρι τού νύν δέν έφάνη, όχι διά τούτο δέν ήμπορεί νά έμφανισθή έντός όλίγου; Μόνον οί άκατάπειστοι άς προσμείνουν νά ίδούν είς τόν ίδιον καιρόν τήν έλευθερίαν τής 'Ελλάδος καί τήν έντροπήν τους. 'Εσείς δέ, ώ μιμηταί τού μεγάλου Ρήγα, άκούσατε μερικάς ένθυμήσεις, όπού τώρα θέλω σάς καταγράψει, διά νά δώσω τέλος τού λόγου μου, καί έν ταυτώ νά άποδείξω τά μέσα μιάς έπαναστάσεως καί έπανορθώσεως τού γένους μας. 'Εγώ δέν νομίζω μ' έτούτο νά σάς συμβουλεύσω, ώ άγαπητοί μου, έπειδή ήξεύρω, ότι ό μεγαλείτερος διδάσκαλος είναι ό έρως τής πατρίδος, καί έσείς τόν αίσθάνεσθε, όσον χρειάζεται. Τό θέμα όμως τό καλεί, καί διά τούτο σάς λέγω, ότι ή άρετή πρέπει νά είναι ό όδηγός τών έπιχειρημάτων σας. 'Ο σκοπός σας πρός τό καλόν τό γενικόν, καί όχι τό μερικόν, νά άποβλέπη πάντοτε. 'Η φρόνησίς σας θέλει σάς διδάξει, πώς νά φυλάξητε τό μυστικόν. 'Εγώ σάς ένθυμώ μόνον, ότι οί προδόται εύρίσκονται πανταχόθεν. 'Η έμπειρία σας θέλει σάς δείξει τά εύκολοφύλακτα χωρία καί τούς φιλοπάτριδας καί έναρέτους άνδρας, έγώ δέ σάς ένθυμώ πόσον συμφέρουν είς τήν έπιχείρησίν σας. 'Εσείς δέν είσθε χρυσολάτραι, έγώ δέ σάς ένθυμώ, όπόσον ούτιδανώνει ή φιλαργυρία μίαν ήρωΐκήν ψυχήν. 'Εσείς, τέλος πάντων, ήξεύρετε πώς νά νικήσητε, έγώ δέ σάς λέγω νά καλομεταχειρισθήτε τάς νίκας σας. Μήν άλησμονήσητε τήν ταχύτητα τού καιρού, διά νά μήν άπερνά ούτε μία στιγμή, όπού νά μήν είναι στεφανωμένη άπό τά χρηστά κατορθώματά σας. Είσθε προβλεπτικοί. Βραβεύσατε τήν άξιότητα είς όποιον ύποκείμενον τήν εύρετε, τιμωρήσετε τά άμαρτήματα όμοίως. Καί, τέλος πάντων, κράξατε πρός τούς συναδελφούς μας 'Ελληνας καί είπατε αύτών: 'Ιδού, άδελφοί, καιρός σωτηρίας. Μήν σάς λυπήση όλίγον αίμα διά τήν έλευθερίαν σας καί τήν εύτυχίαν σας. Ποίος δέν κόπτει τόν δάκτυλον, διά νά ίατρεύση τήν χείρα του; Λάβετε τά σπαθία τής δικαιοσύνης, καί άς όρμήσωμεν κατά τών δειλών όθωμανών, διά ατα στίς μάνες τους μές σέ βαθιά ταγάρια ξεπρόβαιναν τά χαλκοπράσινα λοξόματα νά συνθλάσωμεν τάς άλύσους μας. 'Ας εύχαριστήσωμεν τόν Θεόν, όπού δέν έγεννήθημεν ένα αίώνα πρωτύτερα, άλλ' έγεννήθημεν είς καιρόν έπιτηδειότατον είς τό νά έλευθερώσωμεν τήν πατρίδα μας. Ποία μεγαλειτέρα εύχαρίστησις διά ένα άνθρωπον άπό αύτήν! Μήν βραδύνετε λοιπόν, ώ άγαπητοί, τήν ύπόθεσιν. 'Ας ξεσπαθώσωμεν μίαν φοράν, καί τό πράγμα θέλει έλθει μόνον του είς τό τέλος. Τό όθωμανικόν κράτος, πάλιν σάς τό ξαναλέγω, πρέπει νά πέση έξ άποφάσεως, ή ούτως ή ούτως. 'Αλλοίμονον λοιπόν είς τό γένος μας, άν κυριευθή άπό έτερογενές βασίλειον. Τότε οί 'Ελληνες δέν θέλουν μείνει πλέον 'Ελληνες, άλλά κατ' όλίγον όλίγον θέλουν διαφθαρή τά ήθη των, καί θέλομεν μείνει πάλιν δούλοι, καί δούλοι ίσως, πάλιν, άλευθέρωτοι διά πολλούς αίώνας. Διά τήν άγάπην τής τιμής μας, στοχασθήτε το μέ προσοχήν. Μήν σάς πλανήσουν τά ταξίματα τών έπιτρόπων καί άποστόλων τών ξένων βασιλειών. Αύτοί είναι τόσοι σκλάβοι, καί διά νά μετριάσουν τήν έντροπήν των, προσπαθούν νά αύξήσουν τόν άριθμόν των. Αύτοί δέν προσκυνούσι, είμή τόν βασιλέα των καί τόν χρυσόν. Μήν στοχάζεσθε, ώ άδελφοί μου, ότι κανείς άπό αύτούς θέλει θυσιάσει καί χρυσόν καί στρατιώτας, διά νά διώξη τόν όθωμανόν καί νά μάς άφήση έπειτα έλευθέρους! 'Ω, κάλλιον ένας σεισμός ή ένας κατακλυσμός νά μάς άφανίση όλους τούς 'Ελληνας, παρά νά ύποκύψωμεν πλέον είς ξένον σκήπτρον. Διατί, ώ 'Ελληνες άγαπητοί μου, νά προσμείνωμεν νά μάς δανείση άλλος έκείνο, όπού ήμείς έχομεν; Χίλιας φοράς περισσότερον αίμα ήθελεν έκχυθή, άν ήθελεν είσέλθει ξένον σπαθί είς τήν 'Ελλάδα, παρά άν ήθέλαμεν έλευθερωθή μόνοι μας. Μήν σάς δειλιάση πρός τούτοις ή άπειρία μας, άλλ' ίδατε τούς Σέρβους (1). 'Ιδατε ένταυτώ τούς νύν ναύτας τού γένους μας, πώς, άγκαλά καί άγράμματοι, ταξιδεύουν μέ μεγαλωτάτην εύκολίαν είς όλας τάς θαλάσσας, μάλιστα δέ κάμνουσι μόνοι τους τά πλέον ώραιότατα καί ταχύτερα καράβια. Μήν στοχάζεσθε λοιπόν, ότι χρειάζονται αίώνες, διά νά καλλωπισθή τό γένος μας καθώς πρέπει. Ούχί, ώ 'Ελληνες! Τό νά έλευθερωθή καί νά καλλωπισθή είναι τό αύτό, καί θέλει άκολουθήσει είς τόν ίδιον καιρόν. Μήν σάς φοβίσουν τά μέσα, ό,τι λογής καί άν είναι' άποβλέψατε μόνον είς τό χρηστόν τέλος. 'Ο καλός ναύτης ταξιδεύει μέ όλους τούς άνέμους. Ούτως καί ό έλευθερωτής τής 'Ελλάδος, είς κάθε περίστασιν, όπού τό τυχόν διορίση, ήμπορεί πάντοτε νά διοικήση καλώς, ώσάν όπού ό σκοπός του είναι ένας, έν τό τέλος του, λέγω τό κοινόν όφελος. 'Η τυραννία τών όθωμανών ηύξησεν τόσον, όπού μόνη της προδεικνύει τόν άφανισμόν της. 'Η 'Ελευθερία έπλησίασεν είς τήν προτέραν της κατοικίαν. 'Ο ήχος τής σάλπιγγος τού 'Αρεως έξύπνησεν άπό τούς τάφους των τών προγόνων μας τούς ήρωας. 'Ιδού ό Δημοσθένης, άπό τό έν μέρος, θεωρεί δεύτερον Φίλιππον είς τόν τύραννον τής 'Ηπείρου. 'Ιδού ό Λυκούργος βλέπει άλλους Σπαρτιάτας είς τούς Σουλιώτας καί 1. 'Ο άγαλματοποιός προτιμεί έν μάρμαρον άκέραιον καί άδούλευτον, παρά έν μισοδουλευμένον. 'Επειδή μέ τό πρώτον ήμπορεί νά κάμη ό,τι λογής άγαλμα θελήση, άλλά μέ τό δεύτερον πρέπει νά κάμη όχι έκείνο όπού θέλει, άλλ' έκείνο όπού ήμπορεί νά γίνη. Ούτω καί οί νύν 'Ελληνες, μήν όντες γενικώς πεπαιδευμένοι είναι εύκολώτερον νά καλοπαιδευθώσιν, παρά άν ήτον κακώς πεπαιδευμένοι. 'Η έλευθερία είναι σχολείον εύρυχωρότατον καί ή θέλησις ό πλέον έπιτήδειος διδάσκαλος. Μανιάτας. 'Ο μέγας Λεωνίδας άκούει τά τύμπανα τής νίκης καί εύφραίνεται. 'Ο τύραννος τής Συρακούζης Διονύσιος βλέπει καί αύτός μακρόθεν τόν τύραννον τών όθωμανών καί προβλέπει τό τέλος του. 'Ηγγικεν ή ώρα, ώ 'Ελληνες, τής έλευθερώσεως τής πατρίδος μας! Τό τέλος τών τυράννων είναι, άδελφοί μου, πασίδηλον! 'Ολοι άπό τόν θρόνον μετέρχονται είς τόν 'Αδην μέ βίαιον θάνατον καί δέν μένει άπό αύτούς άλλο, είμή τό βρωμερόν όνομά των διά κατάραν είς τά στόματα τών μεταγενεστέρων. 'Ω 'Ελληνες! Οί ποταμοί αίματος τών συγγενών μας καί φίλων μας, όπού έχύθησαν άπό τό όθωμανικόν σπαθί, ζητούσιν έκδίκησιν. Τόσοι άλλοι, όπού μέλλουσι νά χυθή, ζητούν βοήθειαν. 'Αλλοίμονον λοιπόν είς τά άπρόσεκτα πνεύματα, καί μακάριοι οί συνδρομηταί! Ναί, άγαπητοί μου άδελφοί, άκόμη μίαν φοράν διά πάντα σάς τό ένθυμώ, ότι καιρός τής δόξης έφθασεν, καί κάθε μικρά άναβολή είναι έπιζήμιος κατα πολλά είς ήμάς. 'Ας τρέξωμεν λοιπόν όλοι μας, ναί, όλοι μας, πρός κοινήν ώφέλειαν. Καί άμποτες κάγώ, σύν τοίς λοιποίς φιλογενέσι μου, νά άξιωθώ όγλήγορα νά χύσω τό αίμα μου διά τήν σωτηρίαν τής γλυκυτάτης μου πατρίδος καί νά αίσθανθώμεν όλοι μας ή τήν χαράν τού Θεμιστοκλέους ή τού 'Επαμεινώντα. 'Ε! πόσον γλυκύ πράγμα είναι νά όμιλή τινάς τήν άλήθειαν! Γλυκύτερον όμως καταπολλά είναι νά έκφέρη είς φώς άληθείας έπωφελείς. Αύτό έγώ έπροσπάθησα, άγαπητοί μου, νά έκτελέσω καί έλπίζω νά έπέτυχον τού σκοπού μου. 'Αχρηστον ήθελεν είναι είς ένα άρρωστον, άν ό ίατρός, άφίνοντας κατά μέρος τό πάθος του, ήθελε τού όμιλήσει περί άλλων παθών. Διά τούτο κάγώ, γνωρίζοντας τήν άληθή άσθένειαν τής 'Ελλάδος, περί αύτής μόνον άπεφάσισα καί ώμίλησα τών άδελφών μου 'Ελλήνων. 'Απέδειξα τί έστί έλευθερία. 'Επειτα έφανέρωσα πόσον άναγκαίον άπόκτημα είναι είς τόν άνθρωπον' ότι μόνον αύτη τόν άποκαταστεί άξιον τού όνόματός του, όντας ό δούλος ποταπότερος καί άπό τά ίδια άλογα ζώα. Τά όλίγα παραδείγματα όπού άνέφερα άπό τήν άναρίθμητον ποσότητα, όπού ή ίστορία μάς διηγείται, άπέδειξαν όπόσων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος ή έλευθερία. Δέν έλειψα άπό τό νά σάς ένθυμίσω τό χρέος, όπού ό άνθρωπος έχει νά διαυθεντεύση τήν Πατρίδα του καί τήν 'Ελευθερίαν του. Τέλος πάντων, άγαπητοί μου, έπροσπάθησα νά σάς άποδείξω, πόσον εύκολος είναι ή έπανόρθωσις τής 'Ελλάδος. 'Ο χαρακτήρ μας, ή ποσότης μας, τά ήθη μας, τό γήρας τής τυραννίας, τό πλήθος τών συνδρομητών καί ή φυγή τής άμαθείας, έστάθησαν τά άναντίρρητα δικαιολογήματά μου. 'Εν ένί λόγω, έδειξα τού καθενός πού εύρίσκεται ή εύτυχία του. 'Αμποτες, λοιπόν, όλοι μας νά κινήσωμεν πρός άπάντησίν της, καί νά άξιωθώμεν ταχέως νά δοξάσωμεν τό όνομα τής 'Ελλάδος, καί σκιρτίζοντες νά άλαλάξωμεν: Ζήτω ή 'Ελευθερία τών 'Ελλήνων είς αίώνας αίώνων! Γένοιτο, γένοιτο! |
||
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ |
||
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ Σ. ΚΑΙ Κ. |