ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ Σ. ΚΑΙ Κ.
Ο ΣΥΓ(ΓΡΑΦΕΥ)Σ. 'Αδελφοί μου, χαίρετε! (τούς άσπάζεται).

Ο Σ. Δέν ήξεύρω πότε θέλει άλλάξεις ίδιώματα.

Αύτά τά φιλιά σου!..

Ο Κ. Τή άληθεία είναι παράξενος' (λέγει πρός τόν Σ.) Είς όποιον μέρος μέ άπαντήση, εύθύς όρμεί νά μέ φιλήση. 'Εγώ όμως δέν τόν άφήνω, καί πολλάκις...

Ο ΣΥΓ. Διατί, άδελφοί μου, σάς κακοφαίνεται; 'Εσείς γνωρίζετε τήν καρδίαν μου πόσον είναι καταπικραμένη άπό τάς καταδρομάς τής τύχης, καί θέλετε νά μέ ύστερήσητε άκόμη άπό αύτό τό μόνον καλόν όπού μού έμεινε! 'Εγώ σάς βεβαιώ ότι, όταν σάς φιλώ, αίσθάνομαι μίαν ήδύτητα άνέκφραστον, καί... 'Αλλ' άς άφήσωμεν τά τοιαύτα. Είπέτε μοι, παρακαλώ, άναγνώσατε τό βιβλίον, όπού πρό ήμερών σάς έδωσα; Ο Σ. Τό θαυμαστόν πόνημά σου; (είρωνικώς).

Ο Κ. Τήν 'Ελληνικήν Νομαρχίαν;
Ο ΣΥΓ. Ναί.
Ο Σ. Τό άναγνώσαμεν.
Ο Κ.

Ο Σ. Τί λωλαμάδα! 'Ηθέλησες καί σύ νά δείξης τήν άξιότητά σου, καί, διά νά είπώ έτζι, ή ύπερηφάνειά σου σ' έτύφλωσε τόσον, όπού μέ τούς ίδίους σου κόπους καί μέ έξοδά σου ήθέλησες νά άποκτήσης βάσανα. Καί ένθυμήσου τούς λόγους μου. Ο Κ. Τή άληθεία, άν κανένας άπό έκείνους όπού όνειδίζεις, κατά δυστυχίαν, γνωρίση όποίος είσαι, ήμπορεί νά σέ βλάψη, καί ίσως περισσότερον άπ' ό,τι φοβείσαι.

Ο Σ. Καί ποίον άφησε άβριστον; Βασιλείς, άρχιεπισκόπους, εύγενείς, πλουσίους...
Ο Κ. 'Ηθέλησες πρός τούτοις, φίλε μου, νά όμιλήσης διά πολλά πράγματα' καί είς τόσον μικρόν βιβλίον, βέβαια, δέν ήμπορεί τινάς νά είπή όσα χρειάζονται.

Ο Σ. 'Ε, κάψε τα, κάψε τα, άγαπητέ μου, όσα σώματα καί άν έτύπωσες, κάψε καί τό χειρόγραφον, διά νά μήν εύρης βάσανα.

Ο ΣΥΓ. Νά τά κάψω! (μέ ένθουσιασμόν καί μεγαλοφώνως). 'Ω Πατρίς! 'Ω 'Ελλάς! 'Ω 'Ελληνες! 'Ω φίλοι μου γλυκύτατοι! (πίπτει λιποθυμισμένος).

Ο Σ. Πώς έμεινεν άλαλος! (λέγει πρός τόν Κ.).
Ο Κ. Πώς έκιτρίνισε!
Ο Σ. Μοί φαίνεται νά δακρύζη.
(Ο Κ. τόν άνασηκώνει καί μετ' όλίγου, άναλαμβάνων ό συγγραφεύς, λέγει:)

Ο ΣΥΓ. 'Ω Θεέ μου! Είσθε έσείς, όπού μού λέγετε τοιαύτα λόγια; 'Ε, άδελφοί μου, έσείς βέβαια δέν εύρίσκεσθε είς τάς ίδίας περιστάσεις όπού εύρίσκομαι έγώ, ούτε αίσθάνεσθε όλον τό βάρος τής τυραννίας καί όλας τάς δυστυχίας τής 'Ελλάδος όσον έγώ τάς αίσθάνομαι. 'Εγώ, ναί! 'Εγώ δέν ζώ, είμή ώς 'Ελλην !

ούτε άλλο τι ήμπορεί νά μού κατασήση ποθητήν τήν ζωήν μου, είμή ή 'Ελλάς. 'Η καρδία μου εύθύς άρχίζει νά ταράττεται βιαίως, όταν άκούω τό όνομα τής πατρίδος μου. 'Ε, φίλοι μου, είναι άδύνατον νά σάς παραστήσω τήν ταλαιπωρίαν τού γένους μας' ούτε όλοι ύποφέρουσιν έξ ίσου, διά νά ήμπορέσουν νά αίσθανθώσι μέ τήν ίδίαν δύναμιν όλοι οί 'Ελληνες τά άνυπόφορα κεντήματα τής άγανακτήσεως έναντίον τών τυράννων τής 'Ελλάδος. Διά τούτο... (οί φίλοι του θέλουσι νά τόν άντισκόψωσι άπό τήν όμιλίαν, καί ό συγραφεύς έξακολουθεί ούτως:) 'Εγώ προβλέπω τί θέλετε νά μ' έρωτήσητε, ώ άγαπητοί μου, καί ίδού όπού σάς προλαμβάνω. 'Ακούσατε λοιπόν μέ πάσαν είλικρίνειαν τό πώς καί διατί έσύνθεσα αύτόν τόν λόγον μου, καί έλπίζω νά άπολαύσω τήν συγνώμην σας είς τά άκούσια σφάλματά μου καί τήν εύχαρίστησίν σας είς τό έπιχείρημά μου.

Περιττόν μού φαίνεται νά σάς παραστήσω τόν χαρακτήρα μου, έπειδή ούδείς άλλος καλλιώτερα άπό έσάς μέ γνωρίζει. Δέν άγνοείτε πρός τούτοις, ότι αί δυστυχίαι τής 'Ελλάδος άπό τό έν μέρος, καί ή καταδρομή τής τύχης άπό τό άλλον, ηύξησαν τάς κατά μέρος έδικάς μου δυστυχίας είς τό άπειρον. Δι' άρκετούς χρόνους, λοιπόν, έζησα τυραννημένος άπό μίαν άδιάκοπον άμφιβολίαν, ή όποία μ' έφύλαττε παντοτινά καταβεβυθισμένον είς θλιβερούς στοχασμούς. Τά ψυχικά πάθη μου σχεδόν είχον νενεκρωθή, καί είς άλλο δεν έτελείωνε κάθε στοχασμός μου, παρά είς τό άδιακόπως παρ' έμού μελετημένον τέλος. Ούτε δι' άλλο τίποτε έστοχάσθην, είμή διά τό πώς νά ήμπορέσουν νά παύσουν αί γενικαί δυστυχίαι τού γένους μας, όπού τή θάλασσα, τή γής καί τή σιγή, πώς νά μπορεί μιά μέρα σάν άντρας πιά νά παύσουν έξακολούθως καί αί έδικαί μου, ούσαι τόσον ένωμέναι άλλήλων των, ώστε άδύνατον είναι νά άναπαυθή ό φίλος σας, έν όσω σώζεται ή τυραννία τής 'Ελλάδος. 'Οθεν, μόνον ό έρως τής πατρίδος, μόνον καί μόνον αύτός έκυρίευεν τήν ψυχήν μου' ούτε άλλη έπιθυμία ήμπορούσε πλέον νά έχη χώραν, αύτού όντος, είμή τό θείον δώρον τής φιλίας. Καί ούτως ή γλυκεία συναναστροφή σας καί ή άνάγνωσις τινών συγραφέων μ' έπαρηγορούσαν όπωσούν. 'Αλλά, φεύ! 'Οταν είς τήν ένθύμησίν μου ήρχετο ό σημερινός όλεθρος τής 'Ελλάδος καί τά άνήκουστα καί σχεδόν άπίστευτα βάσανα τής πατρίδος μου, εύθύς ένας παράξενος τρόμος άγανακτήσεως μ' έκυρίευεν όλον, όπού, σάς βεβαιώ, ώ φίλοι μου, δέν ήμπορούσα ούτε νά γράψω, ούτε νά άναγνώσω, ούτε κάν νά όμιλήσω. 

Καί μόνος έλεγον είς τόν έαυτόν μου: «'Ε, διατί οί 'Ελληνες νά είναι δούλοι! Διατί νά μήν έλευθερωθούν μέχρι τής σήμερον! Είναι δυνατόν, είναι εύκολον ή όχι; Καί άν είναι δυνατόν, όποίαι είσίν αί αίτίαι όπού τό έμποδίζουσι;» Καί άνάμεσα είς τόν λαβύρινθον τοσούτων θλιβερών στοχασμών, όλος ένθουσιασμένος έλάμβανα τό κονδύλι καί όλίγον χαρτάκι, καί έγραφα ό,τι ό ένθουσιασμός μου καί ή άλήθεια τού πράγματος μοί έπαγόρευεν είς έκείνην τήν στιγμήν. 'Αφού δέ τό έτελείωνα, έρριπτον είς έν κιβώτιον τό γεγραμμένον χαρτίον, καί ούτως άναπαύετο όπωσούν ή ψυχή μου. Τοιουτοτρόπως, ώ άγαπητοί, ήκολούθησα διά πολύν καιρόν, όταν, τέλος πάντων, ή ποσότης τών αύτών χαρτίων μέ κατέστησεν περίεργον νά τά άναγνώσω. 'Ηρχισα λοιπόν νά άναγινώσκω καί νά τά βάνω είς τάξιν, έπειδή, καθώς εύκόλως ήμπορείτε νά καταλάβητε, δέν είχον τήν παραμικράν εύταξίαν. 'Αλλα εύρήκα γεγραμμένα ίταλιστί, άλλα γαλλιστί, άλλα είς τήν γλώσσαν μας, καί όλα τόσον κακώς γεγραμμένα, όπού μόλις ήμπορούσα νά τά άναγνώσω. 'Ενθυμούμαι όπού είς έν κατεβατόν όλόκερον δέν ήτον άλλο τι γεγραμμένον, είμή: «κακέ άνθρωπε καί σκληροτράχηλε τύραννε!». Τέλος πάντων, άπό αύτό τό άσχημον όλον, έσύναξα καί έσύνθεσα αύτόν τόν λόγον, καί ίδού τό πώς ήκολούθησεν ή σύνθεσίς του. 

Ο Σ. Διά τούτο δέν εύρίσκει τινάς έκείνην τήν άναγκαίαν έξακολούθησιν τών νοημάτων.
Ο ΣΥΓ. Βέβαια δέν είναι καθώς έπρεπε νά ήτον.
Ο Κ. 'Η συντομία δέν συμφωνεί ποτέ μέ τά μεγάλα θέματα.

Ο ΣΥΓ. 'Η αύτή συντομία μέ ύποχρέωσε νά βάλω είς ύποσημειώσεις πολλά πράγματα, όπού έπρεπε νά όμιλήση τινάς είς διάφορα ξεχωριστά κεφάλαια δι' αύτά. Καί ή συντομία, τέλος πάντων, ύποχρεώνοντάς με νά ένώσω βιαίως διάφορα θέματα είς έν, έδωσεν είς μερικά κατεβατά μεγαλην ένέργειαν, καί είς άλλα άκραν ξηρότητα. 'Αφού λοιπόν, ώ άγαπητοί μου, τόν έσυνθεσα, άκούσατε τό διατί ήθέλησα νά τόν τυπώσω. Πρώτον μέν, διά νά ώφεληθούν μερικοί όπού ήθελε τόν άναγνώσουν μέ έκείνην τήν ίδίαν άγάπην καί διάθεσιν τής ψυχής, μέ τήν όποίαν έγώ τόν έσύνθεσα. Δεύτερον δέ, διά νά παρακινήσω τούς προκομμένους τού γένους μας νά συνθέσουν είς τό ίδιον θέμα άξιώτερα πονήματα.

Ο Κ. Τή άληθεία, είναι άξιον θαυμασμού, πώς μερικοί όπού διάφορα πονήματά των έξέδωκαν είς φώς, κανείς σχεδόν δέν ώμίλησε καθώς πρέπει περί τής έλευθερώσεως τής 'Ελλάδος.

Ο ΣΥΓ. 'Ελπίζω, ώ άδελφέ μου, είς τό έξής, καί μάλιστα όγλήγορα, νά πληρωθή ή έπιθυμία μας. 

Ο Σ. Είπέ μας, ώ φίλε, μόνον δύο αίτια σ' έπαρακίνησαν νά τυπώσης τό πόνημά σου, ή έχεις καί κανένα άλλο;

Ο ΣΥΓ. Ναί, ώ φίλοι, έχω καί τό τρίτον καί ύστερον αίτιον, τό...

Ο Σ. Τό όποίον είναι διά νά ήθέλησες νά δείξης καί σύ τήν άξιότητά σου;

Ο ΣΥΓ. Ούχί, άδελφέ, διότι ήθελα άποδείξει, τούναντίον, τήν άναξιότητά μου. Μάλιστα βλέπεις ότι δέν έβαλα ούτε τό όνομά μου είς τόν τίτλον.

Ο Κ. Μερικοί δέν βάζουν τό όνομά τους, διά νά άποφύγουν τάς κατακρίσεις όπού τούς τυχαίνουν.

Ο Σ. Ούχί, ώ Κ. 'Ο φίλος μας δέν τό έβαλεν, διά τάς αίτίας όπού ήξεύρομεν.
Ο ΣΥΓ. Σάς βεβαιώ ώς άδελφός, ότι καί αί αίτίαι όπού λέγεις άν δέν ήθελε ήτον, μ' όλον τούτο δέν ήθελα τό βάλει, ώς μή άναγκαίον. 'Αν όμως ήθελε γράψει τις έναντίον...

Ο Σ. 'Ε, δέν έλπίζω νά εύρεθή 'Ελλην τις, νά γράψη έναντίον τής 'Ελλάδος. Είπέ μας τώρα τό τρίτον αίτιον.

Ο ΣΥΓ. Τό τρίτον είναι, ώ άδελφοί, όπού, άν ό θάνατος κατά δυστυχίαν ήθελεν μ' έμποδίσει άπό τό νά ώφελήσω είς τί τήν 'Ελλάδα, κάν οί λόγοι μου νά άποδείξουν τήν πρός αύτήν εύγνωμοσύνην μου. Καί διά τούτο, σάς παρακαλώ, μήν...

Ο Κ. Είπέ μοι, είπέ μοι, σέ παρακαλώ, διά νά μήν τό άλησμονήσω. Διατί έβαλες είς τόν τίτλον «'Ελληνική Νομαρχία», όταν καθ' αύτό δέν είναι άλλο, είμή ένας λόγος...

Ο Σ. Αύτό, τή άληθεία, είναι σφάλμα άσυγχώρητον. 'Εγώ άναγινώσκοντας τόν τίτλον, ένόμιζα νά εύρω τόν τρόπον τής συστήσεως αύτής τής διοικήσεως, καί, τούναντίον, εύρήκα άλλα.

Ο ΣΥΓ. 'Εχετε δίκαιον είς αύτό, ώ άδελφοί μοι, καί έγώ γνωρίζω τό σφάλμα μου, τό έβαλα όμως διά...

Ο Κ. Σιωπή, πλησιάζει ό...

Ο Σ. 'Ε, νά τόν πάρη ή κατάρα!

Ο ΣΥΓ. 'Υπομονή! Αύριον έτοιμασθήτε νά μού δώσητε τήν γνώμην σας είς πολλά ζητήματά μου. 'Ερρωσθε.