ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
||
Οί 'Ελληνες - έσείς τό ήξεύρετε - δέν είναι ούτε Σκύθαι, ούτε βάρβαροι, όπού νά χρειασθούν πολλούς χρόνους, διά νά καταλάβουν τό είναι τους. 'Αρκεί μόνον, νά τούς δείξη τινάς τό χρέος των, καί εύθύς τό έκτελούσι. 'Αλλ' έχουν χρείαν άπό διδασκάλους, άληθείς φιλέλληνας, άπό άνθρώπους προκομμένους, τέλος πάντων, καί έσείς μόνον είσθε έκείνοι. Μήπως, άδελφοί μου, προσμένετε νά έλευθερωθή πρώτον ή 'Ελλάς, καί έπειτα νά ύπάγητε έσείς; Τότε είναι τό ίδιον, ώσάν νά έλέγετε, ότι δέν θέλομεν νά έλευθερωθή ποτέ (1). Θέλετε, ίσως, νά κτίσητε πύργον χωρίς θεμέλια; Καί ποίος θέλετε νά σάς έλευθερώση τήν πατρίδα, καί έσείς νά λείπητε; Δέν έντρέπεσθε κάν άπό τούς άλλογενείς, όπού σάς άκούουν νά λέγητε τά τοιαύτα; 'Αλλ' άν οί άλλογενείς, ύστερημένοι άπό πατρίδος έρωτα, δέν σάς καταφρονούν, όχι όμως οί ίδιοι 'Ελληνες τούς μιμούνται. Αύτοί θέλει σάς άναθεματίζουν άπό τό νύν καί είς τό έξής, καί θέλει σάς νομίζουν μέ κάθε δίκαιον τόσους έχθρούς τής πατρίδος. 'Ω τής άναισχυντίας σας, άχάριστα τέκνα τής πατρίδος! Καί άπό ποίον προσμένετε, παρακαλώ σας, τήν έλευθερίαν; Νά σάς έλθη, ίσως, φορτωμένη άπό τόν ώκεανόν μέ κανένα έμπορικόν πλοίον, καί νά τήν έκστρατεύσητε είς τήν 'Ελλάδα; 'Η προσμένετε νά έλευθερωθούν μόνοι τους, καί έπειτα νά ύπάγητε έσείς, νά εύρητε έτοιμα τά άγαθά, καί νά χαρήτε πάλιν, κατά τό συνηθισμένον σας, είς τούς ίδρώτας τών άλλων; Φεύ! Τό πρώτον είναι άδύνατον, καί άν πάλιν, κατά τόν δεύτερον στοχασμόν σας, δέν συνεργήσετε καί έσείς είς τήν έπανόρθωσιν τού γένους μας, θέλουσιν έκχυθή ποταμοί αίματος περισσότερον, παρά άν είσθαν παρόντες. 'Η έλπίδα σας όμως είναι ματαία. 'Εσείς δέν 1. Οί περισσότεροι σχεδόν άπό τούς ξενιτευμένους, έχουσιν αύτόν τόν άλογον στοχασμόν, καί χωρίς έντροπήν λέγουσι ότι, «όταν έλευθερωθή ή 'Ελλάς, εύθύς θέλομεν μισεύσει δι' έκεί». Τόσον έχαλινώθησαν άπό τήν ψευδευτυχίαν τών άλλογενών! θέλετε άπολαύσει, βέβαια, τήν πατρίδα σας έλευθέραν, καθώς τώρα δούλην τήν άλησμονήσατε, άλλ' έξωρισμένοι διά παντός είς βαρβάρους γαίας, δέν θέλετε άναπνεύσει πλέον τόν ζωηρότατον έλληνικόν ζέφυρα, καί τά όνόματά σας θέλουσι κατασταθή λέξεις άτιμίας καί μίσους είς τάς άκοάς καί στόματα τών έλευθέρων 'Ελλήνων. 'Ισως, τέλος πάντων, προσμένετε νά μάς δώση τήν έλευθερίαν κανένας άπό τούς άλλογενείς δυνάστας; 'Ω Θεέ μου! 'Εως πότε, ώ 'Ελληνες, νά πλανώμεθα τόσον άστοχάστως; Διατί νά μήν στρέψωμεν καί μίαν φοράν τούς όφθαλμούς μας είς τά άπελθόντα, διά νά καταλάβωμεν εύκολώτερα καί τά μέλλοντα; Ποίος άγνοεί, ότι ό κύριος στοχασμός τών άλλογενών δυνάστων είναι είς τό νά προσπαθήσουν νά κάμουν τό ίδιόν των όφελος μέ τήν ζημίαν τών άλλων; Καί ποίος στοχαστικός άνθρωπος ήμπορεί νά πιστεύση, ότι όποιος άπό τούς άλλογενείς δυνάστας ήθελε κατατροπώσει τόν όθωμανόν, ήθελε μάς άφήσει έλευθέρους; 'Ω, άπάτη έπιζήμιος! Μήν είσθε, άδελφοί μου, τόσον εύκολόπιστοι. 'Αναγνώσετε τήν ίστορίαν καί μάθατε, ότι οί Ρωμαίοι έταξαν τών 'Ελλήνων καί διαυθέντευσιν καί έλευθερίαν, άλλ' άφού έμβήκαν είς τήν 'Ελλάδα, εύθύς τήν έκήρυξαν έπαρχίαν τους. 'Ιδετε καί τά τωρινά παραδείγματα, όπού ή πολυποίκιλος στροφή τής γαλλικής στάσεως μάς παρασταίνει. 'Ο δυνάστης των μέ ταξίματα μεγάλα καί μέ τοιαύτα μέσα, άπόκτησεν όσα κατά τό παρόν έχει, καί πώς έσείς νομίζετε νά σάς δοθή ή έλευθερία άπό άλλογενείς; Πώς νά μήν είπή τινάς, ότι όνειρεύεσθε έξυπνοι; Καί είς τί, παρακαλώ σας, θεμελιώνετε τάς έλπίδας σας; Είς τήν άρετήν τών άλλογενών δυνάστων ίσως; 'Ελπίζετε νά κινηθούν είς σπλάγχνος έκείνοι διά τάς δυστυχίας τάς έδικάς μας; Δέν ήξεύρετε, ώ 'Ελληνες, ότι ή άρετή τήν σήμερον δέν εύρίσκεται είς τούς θρόνους; Δέν ήξεύρετε, ότι οί 'Ελληνες μισούνται δούλοι, έπειδή ήθελε τούς φθονήσει έλευθέρους κάθε μεγάλη δυναστεία άπό τάς παρούσας τών άλλογενών; 'Αλλά, τέλος πάντων, ύποθέτοντας κανένα άπό αύτούς τούς δυνάστας όπωσούν φιλέλληνα, δέν ήξεύρετε, ότι μόνος του δέν ήμπορεί νά κάμη τό ούδέν, καί ότι οί έπιτροποί του ή είναι έχθροί μας, ή είναι άδιάφοροι, ή, τέλος πάντων, άσωτοι καί διεφθαρμένοι τά ήθη; Τί στοχάζεσθε, τέλος πάντων, άν ή 'Ελλάς έλευθερωθή άπό τόν όθωμανικόν ζυγόν διά χειρός άλλου δυνάστου, νά γίνη άληθώς εύτυχής; 'Ω άλήθεια, άλήθεια! Διατί δέν άπομακραίνεις τοιαύτην άπάτην άπό τούς 'Ελληνας; Διατί δέν τούς μανθάνεις, ότι όσοι πατώσιν είς θρόνον είναι όλοι τύραννοι; Διατί, άδελφοί μου, νά θέλωμεν νά άλλάξωμεν κύριον, όταν μόνοι μας ήμπορούμεν νά έλευθερωθώμεν; Νομίζετε νά είναι έλαφρότερος ό ζυγός μιάς ξένης δυναστείας; Δέν στοχάζεσθε, ότι πάλιν ζυγός είναι; Στρέ- ψατε τά ώτα σας καί τούς όφθαλμούς σας είς τήν 'Ιταλίαν, καί άκούσατε τούς γογγυσμούς της, καί ίδατε τά δάκρυά της, διά νά καταλάβητε τί θέλει νά είπή έλευθέρωσις άπό ξένους. Καταδέχεσθε έσείς νά όμολογήσθε χρεώσται άλλογενών τής έλευθερώσεώς σας; Μή, λοιπόν, μή άγαπητοί μου άδελφοί, μή δεικνύεσθε τόσον παράφρονες είς τόν άναγκαιότερον συλλογισμόν, έσείς, όπού τόσον άψευδώς προβλέπετε είς τάς έμπορικάς σας έπιχειρήσεις τό μέλλον, καί άναγκάζονται οί ίδιοι άλλογενείς, όπού μάς μισούσι, νά σάς θαυμάζουσι. Μήν άπατάσθε, καί μήν τρέφετε καμμίαν άπό τάς είρημένας έλπίδας, άλλά προβλέπετε τό πλέον φανερόν άπό κάθε μέλλον, τήν άναγκαίαν, λέγω, έπανόρθωσιν τού γένους μας άφ' έαυτού του, καί μήν άργοπορήτε αύτήν μέ τήν άπουσίαν σας. 'Εσείς δέ, φίλοι μου καί σύγχρονοι νέοι, άγαπητοί μου 'Ελληνες, όπού μέ τόσους κόπους καί άγρυπνίας διδάσκεσθε τάς έπιστήμας είς τάς άκαδημίας τών άλλογενών, καί όπού έξ άνάγκης έγνωρίσατε τί έστί πατρίς, τής όποίας ό έρως σάς ένθουσιάζει, καί ήδη άρχίσατε παντοίοις τρόποις νά ξαναδώσητε είς τό έλληνικόν όνομα τό παλαιόν σέβας, όπού είχεν καί έχασεν, έσείς, λέγω, όπού μέ τήν φυσικήν σας άγχίνοιαν άποδεικνύετε φανερώς τών άλλογενών συμμαθητών σας τό έλληνικόν πνεύμα όποίον είναι, μήν βραδύνετε πλέον τόν μισευμόν σας διά τήν 'Ελλάδα. 'Υπάγετε νά προητοιμάσητε τήν έπανόρθωσιν τών συμπατριώτων μας. 'Η δόξα σάς προσμένει μέ τούς στεφάνους τής νίκης είς τάς χείρας καί μέ τάς άγκάλας άνοικτάς. Μήν ξεχάσετε, ότι ή άρετή καί ή άληθής φιλοσοφία είναι τό νά ζή τινάς είς πολλούς, καί αύτό άποκτάται ώφελώντας τους. Σπουδάσατε μέ ταχύτητα, όσοι μέχρι τού νύν δέν τό έπράξατε, τήν πολεμικήν τέχνην καί μεταχείρισιν τών άρμάτων. 'Εσείς έχετε τήν διάθεσιν έξαίρετον. σΑς διώξωμεν μίαν φοράν τόν όθωμανόν είς τήν 'Αφρικήν, ώ 'Ελληνές μου, καί έπειτα θέλετε ίδεί είς πόσον όλίγους χρόνους ή 'Ελλάς θέλει ξαναλάβει τήν προτέραν της λάμψιν. 'Ας έβγάλωμεν, άδελφοί μου, τήν βρώμαν, διά νά αίσθανθώμεν τήν μυρωδίαν τών άνθών. Τά μέσα τήν σήμερον είναι άρκετά' ή μηχανή, τέλος πάντων, είναι τελειωμένη. 'Αλλο δέν λείπει, παρά νά τήν κινήση τινάς, καί έπειτα μόνη της θέλει δουλεύσει. |
||
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ : Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ |
||
'Ιδού, λοιπόν, ώ 'Ελληνες, άρκετώς άποδεδειγμένη καί ή δευτέρα αίτία τής μέχρι τού νύν έπιμονής τής 'Ελλάδος ύπό τής τυραννίας. 'Αλλο δέν μού μένει τώρα, παρά νά άποδείξω τήν εύκολίαν τής έλευθερώσεώς της, διά νά τελειώσω τόν λόγον μου, καί άμποτες ή άλήθεια καί ή άνάγκη νά σάς καταπείση, καθώς τό έλπίζω, διά νά άποδείξω μεν έμπράκτως τά όσα μέχρι τούδε είπον. Πρίν όμως νά έμβω είς τάς έπαριθμήσεις τών μέσων καί τών τρόπων διά τοιούτον έπιχείρημα, θέλω νά έκβάλω τούς άκανθας άπό τά ρόδα' λέγω έκείνους, όπού, διά περισσοτέραν δυστυχίαν τού γένους μας, ή κακή τύχη έκαμεν 'Ελληνας, καί μόνον έγεννήθησαν είς τήν έλληνικήν γήν, όχι δι' άλλο, είμή διά νά βαστάξωσι περισσότερον καιρόν τήν πατρίδα μας ύπό τής δουλείας. Αύτοί είναι όλοι έκείνοι, όπού κατά τύχην έκληρονόμησαν άρκετά χρήματα καί περισσότερα έλαττώματα, καί ζώσιν εύχαριστημένοι, χωρίς ποτέ νά στοχάζωνται τί διά τούς άλλους. 'Εκείνοι οί αύτόματοι καί ούτιδανοί άρχοντες, οί φιλάργυροι καί άμαθείς άρχιεπίσκοποι. 'Εκείνοι οί αύθάδεις καί όντως βάρβαροι προεστοί. 'Εκείνοι οί άμαθείς, όπού θέλουσι νά άποκρίνωνται πάντοτε καί είς κάθε πρόβλημα. 'Εκείνοι, όπού άναζητήτως δίδουσι συμβουλάς πάντοτε καί είς όλους. 'Εκείνοι, τέλος πάντων, όπού μέ άκραν ούτιδανότητα ψυχής, άφού πωλήσουν έκουσίως τώ τυράννω καί τήν ζωήν καί τό έχειν τους καί τήν τιμήν τους, καυχώνται είς τό νά διαφέρωσιν άπό τούς άλλους, όπού είναι άκούσιοι σκλάβοι. Οί τοιούτοι, ώ άδελφοί μου, μήν έχοντες άρετήν καμμίαν, καί γνωρίζοντες τόν έαυτόν τους άναξιώτατον, κρίνουν τό ίδιον καί διά τούς άλλους. Πρός τούτοις, ή άπαιδευσία των δέν τούς άφήνει νά καταλάβωσι τούς τόσους καί τόσους τρόπους, όπού οί σημερινοί 'Ελληνες ήμπορούσι νά μεταχειρισθώσι διά τήν έλευθερίαν τους, καί έμποδίζοντάς τους ένταυτώ άπό τό νά καταλάβουν τάς αίτίας, όπού βιάζουν, διά νά είπώ ούτως, τήν σήμερον τό γένος μας νά έπανορθωθή έξ άποφάσεως, τούς άποκαταστώσι είς τάς κεφαλάς των τήν ύπόθεσιν τόσον δύσκολον, όσον άδύνατον πιστεύουσι τό νά συνεργήσωσιν αύτοί οί ίδιοι. Τό δέ προσωρινόν καλώς έχειν τους, τούς χαλινώνει καί τούς συνδένει μέ τήν δουλείαν, όπού ούτε κάν τήν αίσθάνονται, μάλιστα δέ ούτε τούς δυσαρέσκει, καί σχεδόν - σχεδόν μερικοί άπό αύτούς τήν άγαπώσι, ώσάν όπού, άφού ζώσιν αύτοί άσύδοτοι, ώς προείπον, καί τρόπον τινά εύχαριστημένοι, διά τούς λοιπούς δέν τούς μέλει τίποτες. Τί λέγουσι, λοιπόν, αύτοί οί βρωμεροί καί χυδαιότατοι άνθρωποι; «Πώς είναι δυνατόν νά νικηθή έν τόσον μεγάλον βασίλειον; 'Ημείς δέν ήμπορούμεν νά κυβερνηθώμεν μόνοι μας. Πού νά εύρωμεν ένα άλλον βασιλέα τόσον εύσπλαγχνον, καί τόσον καλόν; Τί είναι αύτή ή έλευθερία; 'Η έλευθερία ούτε έστάθη, ούτε θέλει σταθή. Πού νά χύσωμεν τόσον αίμα! Οί όθωμανοί, εύθύς όπού καταλάβουν, ότι έχομεν τοιούτον σκοπόν, θέλουσι μάς άποκεφαλίσει όλους, ώς τόσα πρόβατα, καί έστω ή έσχάτη πλάνη χείρων τής πρώτης... » καί άλλα παρόμοια, τά όποία είς ένα στοχαστικόν καί φρόνιμον άνθρωπον, φαίνονται, καθώς είναι, τόσοι μύθοι, άλλ' είς τούς άπλούς καί εύκολοπίστους είναι τόσοι χρησμοί, καί ώς άλάνθαστοι προρρήσεις, καί ένταυτώ, όπού δηλοποιούσι τήν άνανδρον καί όντως έβραΐκήν των καρδίαν, άπομωρώνουσι καί πολλούς άλλους. Μήπως είνε ίκανοί νά καταλάβουν τό δίκαιον, διά νά τούς τό είπή τινάς; (1) 'Ω άδελφοί μου! Αύτοί είναι τόσον άνόητοι, καί δισχυρογνώμονες, όπού όλοι οί Δημοσθένεις τού κόσμου δέν ήθελαν ήμπορέσει νά τούς καταπείσουν. Νά όμιλήση τινάς μέ αύτούς είναι τό ίδιον, ώσάν νά ήθελεν νά άκροάζεται, καί νά τούς άποκρίνεται πάντοτε τό ναί, μάλιστα έκείνοι οί βρωμοάρχοντες τής Κωνσταντινουπόλεως, όπού όσον τύφος καί άλαζονείαν έχουσι, άλλην τόσην άμάθειαν καί δισχυρογνωμίαν φυλάττουσιν έπάνω των, καί άλλο δέν ήξεύρουσιν νά είπώσι, είμή δυσκολίας, άπορίας, καί άμφιβολίας πλήθος. 'Η ψυχή των είναι τόσον μικρή καί ούτιδανή, όπού οί ψύλλοι είς τά όμματά των φαίνονται τόσοι άνδριάντες. 1. Οί τοιούτοι ήμπορούν νά παρομοιασθούν είς τάς γραίας γυναίκας, αί όποίαι, ώς έπί τό πλείστον, θέλουσι νά έχωσι πάντοτε τό δίκαιον, καί όταν τινάς τών άποδείξη τό άδικόν των, αύταί, εύθύς άλλάζουσι όμιλίαν, καί είναι άδύνατον νά ήμπορέση τινάς νά τάς καταπείση. Τί, λοιπόν, ήμπορώ νά τούς είπώ, διά νά τούς καταπείσω, όταν δέν καταλαμβάνουν τί έστί δίκαιον; Νά τούς κράξω, ίσως, άτίμους; 'Αλλ' αύτοί τό έχουν διά προτέρημα. Νά τούς ένθυμίσω πόσον είναι άνάξιοι είς τό νά ώφελήσουν τήν πατρίδα, καί πόσον έπιτήδειοι είς τό νά τήν ζημιώσουν; 'Αλλ' αύτοί καυχώνται είς αύτό. Νά τούς όνειδίσω, τέλος πάντων, ώς άνελεήμονας, άδίκους καί σκληρούς; 'Αλλά ποίος άπό έσάς δέν τούς γνωρίζει, καί δέν τό ήξεύρει; Αύτοί, άγαπητοί μου, είναι, έπειδή πρέπει νά είναι' ώσάν όπού, καθώς ή έλευθερία έχει τούς διαυθεντευτάς της, ούτως καί ή τυραννία έχει τούς έδικούς της, καί θέλουν χρησιμεύσει διά παραδείγματα έντροπής είς τούς μεταγενεστέρους. Ούτος ό πολλά ένοχλητικός καί βραχύς πρόλογος ήτον πολλά άναγκαίος διά τήν ύπόθεσιν τήν πλέον μεγάλην δι' ήμάς, ώ 'Ελληνες, όπού τώρα άρχίζω νά έρευνήσω, λέγω τάς αίτίας, όπού βιάζουσι, διά νά είπώ έτζι, τήν έλευθέρωσιν τής 'Ελλάδος άπό τόν όθωμανικόν ζυγόν, καί τά εύκολώτατα μέσα μιάς άναμφιβόλου έπιτεύξεως. 'Αναγνώστα άγαπητέ, όποιος καί άν είσαι, σέ παρακαλώ, νά στοχασθής άρκετά, πρώτον μόνος σου τήν ύπόθεσιν, καί έπειτα νά άναγνώσης τούτα τά ύστερινά κατεβατά τού πονήματός μου, νά στοχασθής, λέγω, ότι τό πράγμα είναι κοινόν, ότι ή τιμή σου, ή εύτυχία σου καί ή ζωή σου κρέμανται άπό τόν όρθόν στοχασμόν σου. Πρόσεχε ούν νά μήν άπατηθής άπό δισχυρογνωμίαν σου καί προδώσης είς χείρας έχθρών καί πατρίδα καί συγγενείς καί εύτυχίαν καί τιμήν καί ζωήν. 'Ω, πόσον τό πλήθος τών ίδεών, όπού είς έτούτην τήν στιγμήν μού παρησιάζονται είς τόν νούν, μ' έμποδίζουν σχεδόν άπό τό νά τάς έκθέσω καθώς τυχαίνει, καί θέλοντας νά γράψω είς όλίγα λόγια, όσα είναι άναγκαία καί όσα ό έρως τής πατρίδος μέ διδάσκει, δέν θέλω δυνηθή, ίσως, νά είπώ τό όλιγότερον μέρος είς πολλά κατεβατά. 'Αλλ' ό στοχασμός μου, πάλιν σάς τό ξαναλέγω, δέν είναι νά γράψω δι' έκείνους, οί όποίοι έχουσι χρείαν νά άκούσωσι έξ άλλων όλα, όσοι δέ έχουν τό πνεύμα έξυπνον, άρκούσιν είς αύτούς καί τά όλίγα. σΑς άναφέρωμεν, λοιπόν, πρώτον τάς αίτίας, όπού κατασταίνουσιν άφευκτον τήν έπανόρθωσιν τού γένους μας, καί έπειτα, έν συντόμω, νά έκθέσωμεν τά μέσα καί τρόπους διά τοιούτον έργον. Πρώτη ούν καί κυριωτέρα αίτία είναι τό γήρας τής όθωμανικής τυραννίας. 'Αλλά τί λέγω έγώ πρώτη! Αύτή είναι καί πρώτη καί ύστερη, ούτε άλλη ήμπορεί νά έχη τόπον, όταν είναι αύτή. σΑς ένθυμηθή ό άναγνώστης τά προλεχθέντα περί τών διαφόρων διοικήσεων, καί, διά νά είπώ ούτως, τών πολιτικών σωμάτων, ότι δηλαδή γεννώνται, αύξάνουσι, γηράζουσι, καί τέλος πάντων θνήσκουσι. Τό όθωμανικόν κράτος τήν σήμερον εύρίσκεται είς τά όλοίσθια τού θανάτου, καί ήμπορεί νά παρομοιασθή είς έν σώμα άνθρώπινον, κατακρατημένον άπό άποπληξίαν καί μή έχον έλευθέραν, είμή τήν κεφαλήν, ή όποία, μήν λαμβάνουσα τήν άναγκαίαν δύναμιν άπό τήν κυκλοφορίαν τού αίματος, κατ' όλίγον όλίγον άδυνατίζει καί, τέλος πάντων, θνήσκει. Ούτως καί ή τυραννία τών όθωμανών τήν σήμερον, είς άλλο δέν γνωρίζεται ότι ύπάρχει, είμή είς τήν Βασιλεύουσαν. 'Εστω είς παράδειγμα ό πρώην Τζεζάρ, κυβερνητής είς τό 'Ακρι, ό όποίος όχι μόνον δέν ύπήκουε είς τόν βασιλέα του, άλλά καί άντιστέκετο είς όλας του τάς προσταγάς, καί πολλάκις φανερά τόν ύβριζε, καί διά γραμμάτων πάντοτε τόν έπεριγελούσε. 'Εστω είς παράδειγμα ό Πασβάνογλους, ό όποίος έκήρυξεν πόλεμον έναντίον τού βασιλέως του, καί ένίκησε πάντοτε. 'Εστω πρός τούτοις διά παράδειγμα ό τών 'Ιωαννίνων τύραννος, ό όποίος, άγκαλά καί νά μήν τό φανερώνη, όλοι όμως άρκετώς τό ήξεύρουσι ότι δέν φοβείται, ούτε ποτέ ύπακούει είς τάς προσταγάς τού βασιλέως του. Ποίος άπό έσάς, άδελφοί μου, άγνοεί ίσως, ότι τά έντάλματα αύτού τού τυράννου, τέσσαρας ώρας έξω άπό τήν Βασιλεύουσαν, δέν άξίζουν τίποτες; Ποίος δέν ήξεύρει τό πλήθος τών άποστάτων, όπού άφανίζουν τά χωρία καί τούς όδοιπόρους μέ άκαταπαύστους κλοπάς καί συνεχείς φόνους, χωρίς νά ήμπορή αύτός ποτέ νά τούς καταδαμάση μέ τά στρατεύματά του; 'Αλλά τί λέγω στρατεύματα; Αύτά δέν είναι άλλο, παρά μία συνάθροισις τόσων βαρβάρων, χωρίς τάξιν καί χωρίς τέχνην' ούτε διαφέρουσιν άπό τούς άγρίους τού Καναδά είς άλλο, είμή μόνον είς τά φορέματα (1). Πρόσθες καί τό άνεξάλειπτον μίσος, όπού εύρίσκεται άναμεταξύ των' μία δυσπιστία, μία άμάθεια, όπού τούς άποκαταστά χειροτέρους άπό τά ίδια άλογα ζώα. Είς τήν Βασιλεύουσαν όρίζουν περισσότερον οί μάγειρες τών πρέσβεων καί έπιτρόπων τών ξένων βασιλειών, παρά οί σύγκλητοι τής όθωμανικής αύλής. 'Ο 'Αντιβασιλεύς προστάζει, καί τάς περισσοτέρας φοράς δέν 1. 'Ενας έχθρός τής 'Ελλάδος, ένας βρωμοάρχων τού Φαναρίου, ήκουσα ότι έμεσίτευσε καί έπροσπάθησε νά άρχίση νά βάλη τάξιν είς τά όθωμανικά στρατεύματα, καί ήρχισε νά τούς διδάξη τήν τακτικήν. 'Ω τής άναισχυντίας του καί τής κακίας του! ύπακούεται. Τί άλλο, λοιπόν, φανερώνουν αύτά, είμή τό γήρας τής τυραννίας καί τό άφευκτον καί όγλήγορον πέσιμόν της; Ποίος δέν βλέπει, ότι ό πρώτος όπού παρησιασθή, θέλει είναι ό νικητής; (1) 'Ας έξετάσωμεν τώρα τάς αίτίας, όπού άποκαταστώσιν εύκολον τήν έπανόρθωσιν τών 'Ελλήνων' πρώτη λοιπόν, είναι ή προχώρησις τού γένους μας είς τά μαθήματα. 'Ω, πόση διαφορά εύρίσκεται είς τήν 'Ελλάδα άπό δέκα χρόνους έως τήν σήμερον! Μεγάλη, ώ άδελφοί μου, μεγαλοτάτη καί καθ' έκάστην πρός τό κρείττον φέρεται. Τώρα άρχισαν αί Μούσαι νά άναλάβουν, καί πάλιν νά έπανορθωθώσιν είς τά χρυσόχροα όρη τής 'Ελλάδος. 'Ο 'Απόλλων πάλιν έμφανίσθη είς τό άρχαίον του παλάτιον. Δέν εύρίσκεται πόλις τήν σήμερον, όπού νά μήν έχη δύο καί τρία σχολεία. 'Εξαλείφθη είς τά περισσότερα μέρη ή δεισιδαιμονία τών γραμματικών, καί οί νέοι ήρχισαν νά μεταχειρίζωνται τόν άξιοτιμιώτερον καιρόν τής ζωής των είς γνώσεις ώφελίμους, καί όχι νά τόν έξοδεύουν είς τό νά έκστηθίζωσι λέξεις. 'Η Λογική καί Φυσική άνοιξαν τούς όφθαλμούς τών περισσοτέρων' ούτε οί διδάσκαλοι τήν σήμερον έχουσι έκείνην τήν ένοχλητικήν καί βραδείαν μέθοδον τής παραδόσεως, ούτε οί μαθηταί φυλάττουσι τήν όκνηρίαν καί άμέλειαν, όπού είχον, άλλ' 1. Εύρίσκονται μερικοί όθωμανοί, ή, διά νά είπώ καλλίτερα, όσοι άπό αύτούς είναι όπωσούν άνθρωποι, όπού δέν παύουν, άπό τό νά λέγωσι έν παρρησία, ότι έφθασεν τό βασίλειόν των είς τό τέλος του. Οί ίδιοι άλλογενείς, τό βλέπουσι, καί άλλοι μέν χαίρονται, όσοι τούς 'Ελληνας δέν μισούσι, οί περισσότεροι όμως λυπούννται. άμφότεροι, μέ άκραν εύχαρίστησιν καί έπιμέλειαν άντλίζουν άπό τήν άνεξάντλητον πηγήν τής μαθήσεως έκείνα τά φώτα, όπού στολίζουσιν τό άνθρώπινον πνεύμα καί τό άποδεικνύουσιν άξιον τού πλάστου του (1). 'Η πολυμάθεια, τέλος πάντων, άπέβαλεν τήν δισχυρογνωμίαν άπό τούς περισσοτέρους, καί έν ένί λόγω, έπαυσεν έκείνη ή άδιαφορία, όπού πρότερον τόσον έδειλίαζεν 1. 'Ω, πόσον ταχύτερα καί εύκολώτερα ήθελε φωτισθώσιν οί παίδες τών 'Ελλήνων, άν αί παραδόσεις τών έπιστημών έγίνοντο είς τήν άπλήν μας διάλεκτον! 'Αμποτες λοιπόν, νέοι συγγραφείς νά πλουτίσωσι καί τιμήσωσι τήν γλώσσαν μας μέ τά πονήματά των, καί ή 'Ελληνική νά μείνη μία μάθησις ξεχωριστή, καί νά νομίζηται ώς ένας στολισμός κατά μέρος ένός μαθητού, καί όχι ποτέ άναγκαίον μέσον, καθώς ήτον, έως τήν σήμερον, είς τό νά σπουδάση τινάς τάς έπιστήμας. Καί διατί νά χάση ό ταλαίπωρος νέος τρείς καί τέσσαρας χρόνους είς τήν σπουδήν μιάς γλώσσης - καί σχεδόν νά μήν τήν μάθη! - είς καί καιρόν, όπού ήμπορούσε μέ όλιγοτέρους κόπους - ούσα ή σπουδή μιάς γλώσσης ή πλέον ένοχλητική καί είς όλιγότερον καιρόν νά σπουδάση καί νά μάθη έντελώς τάς άναγκαιοτέρας τών έπιστημών; σΑς άποδώσωμεν, λοιπόν, αύτήν τήν τυφλότητά μας, μαζί μέ τόσας άλλας, είς τήν τυραννίαν, ή όποία είναι ό όλεθρος τού όρθώς νοείν, καί άς έλπίσωμεν είς τό έξής αύτήν τήν διόρθωσιν άπό έκείνα τά άξια ύποκείμενα, όπού ήμπορούν, άφού τό είπώσι, νά τό κάμωσιν ένταυτώ, έγώ δέ σιωπώ έξ αίτίας τής συντομίας, όπού είμαι στενοχωρημένος νά φυλάξω. Τό κοινόν όφελος πρέπει νά προκρίνεται άπό τό μερικόν, καί ή έλληνική νεολαία δέν πρέπει νά ύποφέρη πλέον τοιαύτην άνόητον συνήθειαν, όπού νά ζητή τά άφανή διά τών άφανών, ούτε μερικοί διδάσκαλοι νά καυχώνται παραπολύ διά τό ότι ήξεύρουσι τήν έλληνικήν γλώσσαν, οί όποίοι, τή άληθεία, ήμπορούν νά παρομοιασθούν μέ τινάς, οίτινες όντες γυμνοί είς τό σώμα, φέρουσι πολύτιμα καλύμματα είς τήν κεφαλήν. 'Εγώ έγνώρισα έναν νέον όπού είχε σπουδάξει δέκα έξ χρόνους είς τό σχολείον τής Πάτμου, καί ήτον είκοσι έξ χρόνων, όταν έβγήκεν μέ τόν τίτλον τού λογιωτάτου, μ' όλον τούτο δέν ήξευρε νά παραστήση πώς γίνεται ή έκλειψις τής σελήνης. 'Ηξευρεν όμως έκ στήθους όλον σχεδόν τό τρίτον τού Γαζή. ... toύ τόπου οί πρωτογέροι. Τά γόνα τού πολύπαθου φιλούν καί ξεκινούν τό θρήνο: |
||