|
Καί τόσον δέν τούς μέλει διά τήν πατρίδα μας, ώστε όπού οί περισσότεροι προσπαθούσι μέ κάθε κόπον νά μιμηθώσι τήν κακοήθειαν τών άλλογενών, διά νά μήν γνωρίζωνται ότι είναι 'Ελληνες. Καί άν ήτον τρόπος νά άλλάξουν πατρίδα, ήθελον άγοράσει μίαν ξένην μ' ένα όφθαλμόν τους. 'Ω άληθείς έχθροί καί χειρότεροι άπό τούς ίδίους όθωμανούς τύραννοι τής 'Ελλάδος! 'Ω έντροπή τού γένους μας καί θανατηφόρος πληγή τής πατρίδος! Δέν ήμπορείτε, ώ 'Ελληνες, νά καταλάβητε, όσον πρέπει, τήν ούτιδανότητα τής ψυχής μερικών, μάλιστα τών όσων διά κλοπής καί πολλών χρόνων κολακείας, άπόκτησαν πολλά χρήματα. 'Ω Θεέ μου, πόσα ξυλολογήματα έκφέρουσι παντοτινά άπό τά στόματά των, όντες όντως κόρακες, ένδυμένοι μέ τά πτερά τού παγωνίου. Εύθύς, λοιπόν, όπού κερδίσωσι χρήματα, χωρίς νά άλλάξωσιν ίδέας, πίπτουσι είς τήν λάσπην τής άσωτείας καί κυλίονται μέχρι θανάτου ώς οί χοίροι. 'Η κακοήθεια, όπού κυριεύει τούς άλλογενείς, εύθύς τούς παρασταίνει εύρύχωρον όδόν είς τήν άπώλειάν τους, έν ή μένοσι μέ άκραν άδιαφορίαν τε καί άναισχυντίαν. Πού πατρίς! Πού 'Ελλάς δι' αύτούς! Αύτοί δέν γνωρίζουν, παρά τήν κατοικίαν τής παλλακίδος των, καί τήν 'Ελλάδα ίσως τήν νομίζουσι άνάμεσα είς τά νησία τής 'Ινδίας. 'Αν κανείς άπό αύτούς καταλαμβάνη τήν γλώσσαν τήν άλλογενή, τότε άναγινώσκει μέ εύχαρίστησιν τά δράματα τού θεάτρου, ή διά νά είπώ καλλίτερα, τά ποιήματα χωρίς νόημα, άλλά τόν Πλούταρχον καί τόν Ξενοφώντα ίσως τούς νομίζουσιν 'Αμερικάνους. Τρέχουσι μέ κάθε ταχύτητα είς τό θέατρον, νά άκούσωσι τό τραγώδιον μιάς γυναικός, ή ένός άνδρός, ή άλλου τινός εύνούχου, καί τούς έφημίζουσι - άλλ' όποιος τούς διηγηθή τά βάσανα τής πατρίδος, είναι τό ίδιον ώσάν νά τούς έδερνε, καί φεύγουσι πάραυθα. Στέκονται μέ άκραν ύπομονήν, καί πολλάκις χωρίς εύχαρίστησιν, νά θεωρώσι τούς χορούς είς τό θέατρον καί τά άγάλματα τής άσωτείας τριγύρωθεν, άλλ' είναι άδύνατον νά έξοδεύσουν μίαν ώραν είς άνάγνωσιν τής πατρικής μας ίστορίας. Καί ούτως κεχαυνώνονται, είς τρόπον, όπού καθίστανται άξιοι συμπονέσεως. 'Αφανίζουσι τήν ύγιείαν των μέ τήν άκρασίαν, φθείροσι τά ήθη των μέ τήν άσωτείαν, καί γίνονται όντως χοίροι, καί χειρότεροι άκόμη. Μερικοί νέοι μάλιστα, εύθύς όπού άλλάξουν τά φορέματα τής πατρίδος, θέλουσιν έξ άποφάσεως νά φανώσιν άλλογενείς καί σχεδόν δέν καταδέχονται ούτε κάν νά συναναστρέφωνται είς τήν όδόν μέ τούς όμογενείς των. Τί στοχάζεσθε νά σπουδάζουν οί περισσότεροι άπό έκείνους τούς νέους, όπού οί ταλαίπωροι γονείς των πέμπουσιν είς τάς άκαδημίας τής 'Ιταλίας καί Γαλλίας, καί έξοδεύουσι διά τήν προκοπήν των; 'Ισως τήν πολιτικήν, τά νομικά, τήν τακτικήν, τέλος πάντων, τάς άναγκαίας έπιστήμας διά τό γένος μας; Ούχί, άδελφοί μου! Αύτοί ή τήν ίατρικήν σπουδάζουσι, ή τά μυθολογικά ποιήματα άναγινώσκοσι, άπό τά όποία είναι περισσότεροι τόμοι είς τήν Γαλλίαν καί 'Ιταλίαν παρά κολοκύνθια είς όλην την Πελοπόννησον. 'Η 'Ιατρική διδάσκει πώς νά θεραπεύουν τό σώμα, άλλ' οί 'Ελληνες έχουν χρείαν άπό διδασκάλους έπιστημών. Τά μυθολογικά δέ, έξαιρώντας πολλά όλίγα, άλλο δέν διδάσκουσι, είμή τό πώς νά ένδυθώσι, πώς νά στο λισθώσι (1), πώς νά όμιλώσι, πώς νά περιπατώσι, καί πώς νά τρώγωσι (2). Αύτοί, άφού μάθουν νά χορεύουν καί νά τραγωδώσι, νομίζονται πλέον τέλειοι πολίται. 'Η 'Ελλάς άς προσμένη βοήθειαν, αύτοί ώστόσον προσπαθούν νά ήμπορέσουν νά κολακεύσουν, χωρίς άνθίστασιν, καμμίαν πόρνην, ή, νά είπώ καθώς αύτοί λέγουσι, νά άποκτήσουν τήν φιλίαν καμμίας άρχοντίσσης, καί πλέον άλλο δέν τούς μέλει. Τί νά είπώ πάλιν διά έκείνους, όπού είς άλλο δέν άτενίζουσι, παρά είς τό νά άποκτήσωσι πολλά χρήματα; Αύτοί λατρεύουσι μόνον τά πλούτη. Δι' αύτά πωλώσι καί τιμήν καί πατρίδα. Δέν φροντίζουσι νά μάθωσι τίποτες άλλο, όταν ήξεύρουσι νά γράψωσι μίαν γραφήν, όπού πολλάκις πρέπει ό άναγινώσκων νά προφητεύη τό τί έννοούσεν ό γράψας, έπειδή πολλά όλίγοι ήξεύρουσι νά γράψωσιν έκείνα όπού όμιλούσι (3). Αύτοί οί χρυσολάτραι είναι όντως αύτόματοι, τά βιβλία δέ τής μελέτης των είναι αί έφημερίδες (4), περί
1. Είναι μερικοί νέοι, όπού χρωματίζουσι τό πρόσωπόν τους ώς αί πόρναι.
2. Μερικοί καυχώνται είς πράγματα τόσον μικροπρεπή καί ούτιδανά, όπού, τή άληθεία, είναι άξιοι γέλωτος, καί τόσον, ώστε νά τούς πτύση τινάς είς τό πρόσωπον.
3. 'Η έμπορική άνταπόκρισις τών έξω τής 'Ελλάδος δέν είναι είς τήν γλώσσαν μας γεγραμμένη, άλλ' είναι έν μίγμα γλωσσών, όπού προξενεί άνυπόφορον άηδίαν.
4. 'Ω, πόσον γέλωτα προξενούσι, ή μάλλον είπείν λύπην, όταν συναναστρέφωνται άναμεταξύ των καί όμιλούσι περί έμπορίου; Ποίος παρακαλεί νά άκολουθήση πείνα, ποίος προσμένει μέ χαράν τόν πόλεμον, άλλος τό ναυάγιον κανενός καραβίου, καί άλλος άλλην καμμίαν δυστυχίαν. 'Αξιώτεροι γέλωτος είναι όμως, όταν όμιλούσι περί πολιτικών ύποθέσεων καί φέρουσι τάς μαρτυρίας τών έφημερίδων' πολλοί δέ άπό αύτούς νομίζουσι τά όνόματα τών πατρίδος δέ, ούτε κάν άναφέρουσι τό όνομά της (1). Ποίος τολμεί νά τούς άναφέρη έλευθερίαν καί λύτρωσιν
τής 'Ελλάδος; Οί νέοι δέν σέ άκροάζονται, οί χρυσολάτραι σέ νομίζουν τρελλόν. 'Η άπόκρισίς των είναι, όταν τινάς τούς τό προβάλλη: «δέν είναι δυνατόν!». «'Αλλά διατί;» τούς έρωτά τινάς πάλιν. «Δέν είναι δυνατόν» τού άποκρίνονται. Καί άν χίλιας φοράς τούς ξαναειπή τινάς χίλια δικαιολογήματα, άλλας τόσας θέλει άκούσει τήν ίδίαν άπόκρισιν (2) 'Οταν αύτοί ζώσι καλά, ή πατρίς των ού μόνον, άλλά καί όλος ό κόσμος άν άφανισθή, δέν τούς μέλει τίποτες (3). 'Αλλά τί νά είπώ διά έκείνους, όπού κατά δυστυχίαν μας δέν είναι όλίγοι, οί όποίοι, διά νά άποξενωθώσι παντάπασιν άπό τήν 'Ελλάδα καί νά άλησμονήσουν έως καί τό όνομά της, άπεφάσισαν μέ άκραν άφροσύνην καί έλαβον είς ξένην γήν διά σύζυγον άλλογενή γυναίκα; 'Ω, έντροπή άνυπόφορος! Δέν στοχάζεσθε, ώ άχάριστοι υίοί τής δυστυχεστάτης πατρίδος μας, τά κακά όπού προξενείτε, όχι μόνον είς τήν 'Ελλάδα, άλλά καί είς τόν έαυτόν σας άκόμη; Πώς είναι δυνατόν νά όμογνωμήσης μέ ποταμών τόσας πόλεις, καί άλλοι δίδουσιν πίστιν είς όσα εύρίσκοσι γεγραμμένα.
1. 'Η όμιλία τών χρυσολάτρων άρχινά άπό τά βαμπάκια καί τελειώνει είς τά φασούλια, ή δέ τών νέων άρχινά άπό τό θέατρον καί παύει είς τάς γυναίκας.
2. Είναι μερικοί, όπού, άντίς νά άποκριθούν πάλιν «δέν είναι δυνατόν!» όταν τινάς τούς έρωτά «διατί δέν είναι δυνατόν;» τότε λέγουσι «διατί έτζι!»
3. 'Η είρωνεία, πρός τούτοις, είναι τό πρώτον προτέρημά των, καί έπειδή τινών μέν τό σέβας, άλλων δέ ή άμάθεια, έμποδίζει κάθε έναντιωτικήν άπόκρισιν, αύτοί νομίζουσιν, ότι καλώς λέγουσι ό,τι καί άν λέγουσι. Καί τάς περισσοτέρας φοράς δέν άνοίγοσι τό στόμα των, χωρίς νά προφέρωσι, ή έν ψεύμα, ή ένα παραλογισμόν.
τήν σύζυγόν σου, όταν είς τό κυριώτερον είσθε τόσον διάφοροι; Καί πού είναι εύτυχία, όπου δέν εύρίσκεται ή όμόνοια; Πώς θέλεις νά σέ άγαπήση ή συμβία σου καί νά σέ τιμήση, όταν έμπροσθέν σου κατηγορή τό γένος σου, καί έσύ, άναίσχυντε, τό άκούης μέ άκραν άδιαφορίαν (1); Πώς θέλεις νά εύρης τήν άνάπαυσίν σου, όταν αύτή πωλή τήν τιμήν σου καί, τό χειρότερον, όπού πολλάκις έσύ δέν τό άγνοείς; Καί πώς ήμπορεί τινάς νά άμφιβάλλη μέ τόσα συχνά καί καθημερινά παραδείγματα, όπού έχει πρό όφθαλμών του; Πού νομίζεις έσύ νά εύρης άγάπην είς καρδίας διεφθαρμένας; Δέν ήξεύρεις, ίσως, όπού άπό πολύν καιρόν αί γυναίκες τών άλλογενών προσπαθούσι νά καταστήσωσι τήν άγάπην μίαν τεχνικήν τρυφήν, καί ότι έπέτυχον σχεδόν - σχεδόν τού σκοπού των; Πού νά δώσης άκρόασιν καί πίστιν, ώ τυφλέ καί άνόητε άνθρωπε, είς τούς πλαστούς λόγους της γυναικός σου, ή όποία άφού ύπανδρευθή μαζί σου, άλλο δέν προσμένει, παρά νά άπεθάνης, διά νά σέ κληρονομήση καί νά λάβη άλλον άνδρα (2); Πώς νά γεννηθή άνάμεσόν σας έκείνη ή θεία άλλεπάλληλος κλίσις καί φιλία, όπού στερεοί τήν εύτυχίαν τού γάμου, είς καιρόν όπού, άν έσύ άρρωστήσης, σέ παραιτεί είς τό κρεβάτι, καί αύτή πηγαίνει είς τό θέατρον; 'Αλλά τί, τί τάχατες σέ παρακινεί νά λάβης διά γυναίκα μίαν άλλογενή; 'Υστερείται ή 'Ελλάς, ίσως, άπό κοράσια; 'Εφυγεν, ίσως, ή 'Αφροδίτη άπό τόν πρώ-
1. Οί 'Ελληνες, εί μέν είναι πλούσιοι καί άξιοι, φθονώνται παρά τών άλλογενών, εί δέ πτωχοί καί άνάξιοι, καταφρονώνται.
2. 'Οσαι άλλογενείς γυναίκες έλαβον 'Ελληνας δι' άνδρας, όλαι τό έκαμαν έξ άνάγκης, έπειδή ή δέν εύρήκαν όμογενή των ή δέν είχον πού τήν κεφαλήν κλίναι.
τον της ναόν; Τί σέ άποτύφλωσε τόσον, όπού σού φαίνονται ώραιότερα τά ζωγραφισμένα άναιδέστατα πρόσωπα τών κακοηθεστάτων άλλογενών (1), ώ άναίσχυντε καί όντως γιδοκέφαλε άποστάτα τής πατρίδος; Νομίζεις, ίσως, νά σέ έπαινέσουν οί άλλοι άλλογενείς; 'Απατάσαι, δύστυχε, πάλιν είς τήν ίδίαν σου άπάτην. Αύτοί σέ μισούν, σέ καταφρονούν καί σέ περιγελούν παντοτινά. Καθείς άπό αύτούς λέγει «ίδέ τόν χοίρον, τόν χυδαίον 'Ελληνα, διά νά μετριάση τήν ούτιδανότητά του, ήθέλησε νά λάβη σύζυγον άπό τό γένος μας. 'Αλλ' αύτός είναι πάντοτε ό ίδιος' τά βάρβαρα ήθη τής πατρίδος του δέν τά άλλαξεν (2)» . Τί στοχάζεσαι, ώ άληθή κακότυχε, πώς σέ άγαπά ή γυναίκα σου; Μήν άπατάσαι, σού τό ξαναλέγω! Αύτή σέ περιγελά, σέ άτιμάζει, σέ κλέπτει, καί πολλάκις σού έτοιμάζει τόν θάνατον παράκαιρα. 'Αλλά τί άποκρίνονται μερικοί άπό αύτούς τούς όντως άνοήτους; «'Ο έρως μ' έπλήγωσε, τά θέλγητρά της μ' έσκλάβωσαν, ή αίσθαντική μου καρδία δέν ήμπόρεσε πλέον νά άντισταθή». 'Ω άναίσχυντοι καί όντως μωροί! 'Εγώ, όπού περί πατρίδος καί περί τής έλευθερώσεώς της σήμερον γράφω, έπρεπε νά σάς άποκριθώ, ότι τήν σήμερον είς τούς 'Ελληνας, όπού εύρίσκονται έξω άπό τήν πατρίδα τους, ό έρως είναι τό μεγαλείτερόν τους άμάρτημα. 'Εγώ έπρεπε νά σάς άποκριθώ, ότι νά μήν άγαπάτε, παρά τήν 'Ελλάδα, διά νά άγα
1. Παρακαλώ τόν άναγνώστην, νά μήν νομίση τά λεχθέντα γενικώς, άλλ' ώς έπί τό πλείστον' έπειδή άναμεταξύ είς αύτάς εύρίσκονται μερικαί φαμελίαι, όπου κατοικεί ή ίδία τιμή καί σωφροσύνη.
2. Ούτως όνομάζουσιν οί άλλογενείς τών 'Ελλήνων τά ήθη καί μάλιστα τήν προσοχήν των είς τήν διαφύλαξιν τής τιμής των.
πησητε ό,τι τυχαίνει. 'Εγώ, τέλος πάντων, έπρεπε πρώτον νά ζητήσω τήν ώφέλειαν, όπού έκάματε είς τήν πατρίδα σας, καί νά σάς άποδείξω έπειτα, είς τί θέλει σάς φέρει ό έρως σας. 'Αλλά τοιαύτα λόγια δέν είναι διά τάς άκοάς σας, ούτε έγώ θέλω κοπιάσει ματαίως νά σάς τά είπώ, καί μόνον σάς λέγω, ότι ό έρως γεννάται άπό άμοιβαίαν κλίσιν καί άπό μίαν συμπάθειαν καί συμφωνίαν είς τάς ίδέας άμφοτέρων. 'Οθεν, ό έδικός σας δέν είναι έρως, άλλά μία άλογος έπιθυμία, ώσάν όπού τόσον δύσκολα είναι νά συμφωνήσουν τά ήθη τών 'Ελλήνων μ' έκείνα τών άλλογενών, όσον φανερόν είναι, όπού όσοι άλλογενείς συζύγους έχουσι, έξ άνάγκης χάνουσι τά ήθη των καί δέν τούς μένει άλλο άπό τούς 'Ελληνας, είμή ή όνομασία. 'Εσύ λοιπόν, τυφλέ, νομίζεις έρωτα τήν όρεξιν, όπού σού έξυπνά τό χρωματισμένον πρόσωπον μιάς παλλακίδος; Δέν ήξεύρεις, πώς ό έρως είναι ό πρώτος έχθρός τής άσωτείας, καί έξακολούθως είς τούς νύν εύγενείς τών άλλογενών δέν εύρίσκεται, είμή ή είκών του; 'Αγνοείς ότι ό γάμος, όπού άποκαταστεί έντελώς εύτυχή τόν άνθρωπον, είς άλλο δέν συντείνει, είμή είς τό νά έκδώση τόσους πολίτας είς τήν πατρίδα καί διαυθεντευτάς; 'Αλλ' έσείς, άναίσθητοι, τί δίδετε είς τήν πατρίδα σας; Φεύ, τόσους έχθρούς! Οί υίοί σας σάς άναθεματίζουν καί σάς νομίζουν ώς μίαν τους έντροπήν (1).
'Ω θανατηφόρος έλλειψις τής πατρίδος! Πόσους καί πόσους διαυθεντευτάς της καί ύπερασπιστάς της ή άσωτεία καί κακοήθεια τών άλλογενών τής κλέπτει!
1. Μερικά γεννήματα τοιούτου μίγματος λαμβάνουν τό έπίκλην τής μητρός των, τόσον δέ καταδέχονται νά κράζονται υίοί 'Ελλήνων. Πόσων ποτίζει τό βρωμερόν ύδωρ τής λήθης! 'Αλλοίμονον, άλλοίμονον, ώ 'Ελληνές μου άκριβοί, άν οί ξενιτευμένοι δέν άλλάξουν γνώμην καί δέν ένθυμηθούν, ότι, όπου είναι ή πατρίς, έκεί καί ή εύτυχία, καί νά άποδειχθούν άληθείς υίοί τής 'Ελλάδος. 'Αλλά τί; Πρέπει νά άπελπισθώ ίσως; Πρέπει, ίσως, νά νομίσω όλους τούς ξενιτευμένους τόσον άναξίους τού όνόματός των; 'Ε, μή γένοιτο! 'Εγώ σάς γνωρίζω, άγαπητοί μου. Δέν είσθε όλίγοι έσείς, όπού έξ άνάγκης, διά νά κερδίσητε τήν ζωοτροφίαν τών φαμελίων σας, έξενιτεύθητε, καί όσα κερδίζετε πέμπετε είς τήν πατρίδα σας. Δέν είσθε όλίγοι έσείς, όπού άφού μέ τούς ίδρωτάς σας καί άγχίνοιάν σας έκερδίσατε καί περισσότερα, άποφεύγοντες δέ τό βρωμερόν παράδειγμα τών φιλαργύρων, δαψιλώς εύεργετήσατε τήν 'Ελλάδα καί τήν έπαρηγορήσατε μέ τά φιλάνθρωπα έργα σας. 'Ολοι σας, λοιπόν, οί φιλοπάτριδες, καί έσείς άκόμη όπού μέχρι τής σήμερον έφανήκατε άχάριστοι είς τήν πατρίδα, άκούσετε δι' άγάπην της καί διά τιμήν τού έαυτού σας, άκούσατε προσεκτικώς τήν γλυκείαν φωνήν της. 'Ανοίξατε τά ώτα τού νοός σας καί προσέξετε είς τούς λόγους τής 'Ελλάδος, ή όποία άσθενής καί γεμάτη άπό πληγάς, μέ θλιβεράν φωνήν σάς όμιλεί λέγουσα:
«'Ω 'Ελληνες! 'Ω τέκνα μου! Πού μέ άφήσετε; Πώς δέν σάς πονεί δι' έμέ; Διατί μ' έπαρατήσατε; Διατί φεύγετε καί δέν έπιστρέφετε πλέον; Τί σάς έκαμα καί δέν μ' ένθυμείσθε; Είς τί σάς έβλαψα καί δέν μέ άγαπάτε; Ποία μήτηρ έστάθη δυστυχεστέρα άπό έμένα; Τί ούν, άγαπητοί; Τί στοχάζεσθε; Τί άποφασίζετε;» Είναι ή πατρίς όπού φωνάζει είς τέτοιον τρόπον. Αύτή είναι όπού κλαίει καί όδύρεται. 'Η άπουσία σας ποτέ δέν τήν ώφέλησεν, τώρα όμως τήν άφανίζει. Ποίος άπό έσάς δέν γνωρίζει καλότατα είς τίνων χείρας εύρίσκεται ή οίκονομία τής κάθε πόλεως κατά μέρος είς τήν 'Ελλάδα τήν σήμερον; 'Οποιος έχει περισσότερα χρήματα ή περισσότερα μέσα είς τόν τύραννον, έκείνος οίκονομεί καί διοικεί τούς λοιπούς. 'Αλλ' οί τοιούτοι είναι τόσον βάρβαροι καί άνάξιοι, όπού μόλις ήξεύρουν νά ζήσουν αύτοί, όχι δέ νά εύτυχίσουν τήν ζωήν τών λοιπών.
Μήν στοχάζεσθε λοιπόν, πάλιν σάς τό ξαναλέγω, ότι έκτελείτε τό πρός τήν πατρίδα σας χρέος όταν πέμπετε μερικά χρήματα τών συμπατριώτων σας. 'Η άρετή σας είναι καλή, άλλ' οί 'Ελληνες έχουσι χρείαν άπό τήν παρουσίαν σας. Μήν δίδετε κακόν παράδειγμα καί τών άλλων, δι' άγάπην τής πατρίδος, καί νά φθάσητε ύστερον νά ίδήτε - ό μή γένοιτο, Θεέ μου! - τήν 'Ελλάδα έρημον. 'Ενθυμηθήτε, ότι τό καλόν δέν είναι δύσκολον νά γίνη, άλλ' ή άληθής άξιότης μόνον διδάσκει νά γίνεται καθώς πρέπει. Αί εύεργεσίαι σας είναι έργον χρηστότατον, άλλά τί άλλο κάμνουσι, είμή νά παρηγορώσι μόνον τούς δυστυχείς 'Ελληνας όπωσούν, καί νά τούς φυλάττωσιν όλίγον ξέμακρα άπό τήν άπελπισίαν, ή όποία ήθελεν σταθή άληθώς βιαία, άλλά άφευκτος καί βεβαία όδός τής έλευθερώσεως τής 'Ελλάδος; Στοχάζεσθε, μήπως καί δέν κερδίσετε είς τήν πατρίδα, όσα κερδίζετε μακρά άπ' αύτήν; 'Αλλ' όσα άν κερδίσητε είς τί σάς ώφελώσι, άν είσθε όρφανοί άπό πατρίδα; (1) Μήπως δέν ήθέλατε άποκτήσει καί είς τήν
1. Είναι μερικοί, όπού νομίζουν τάχατες ότι δέν τούς μέλει διά τήν πατρίδα των, άλλά ματαίως προσπαθούν νά άπατήσουν
πατρίδα σας τά πρός τό ζήν άναγκαία, άν όντως ήθέλατε προσπαθήσει διά τό καλόν της καί διά τό καλόν σας; Διατί λοιπόν τόσας άποικίας καί αίωνίους ξεχωρισμούς άπό τούς συγγενείς σας καί φίλους σας;
(1) 'Ισως δέν σάς καλοφαίνεται νά τυραννήσθε, ώ άδελφοί μου, καί καταδέχεσθε νά τυραννώνται οί συγγενείς σας, καί έσείς νά τρυφήτε καί νά σπαταλάτε μακρά άπό αύτούς; Πώς ήμπορείτε νά σφαλίζετε τούς όφθαλμούς σας, χωρίς νά σάς τρομάζη κάθε στιγμή ή θλιβερά είκών τής 'Ελλάδος μέ τό μέσον τών όνείρων; 'Ισως νομίζετε πώς άπό μακρόθεν ώφελείτε περισσότερον, παρά άν είσθαν παρόντες; 'Ω, πόσον λανθάνεσθε, άγαπητοί μου. Δέν ήξεύρετε, ότι μία συμβουλή, μία μόνη λέξις πολλάκις, έκφωνουμένη άπό άνδρας πεπαιδευμένους, ένεργεί περισσότερον, παρά δέκα διδαχαί γεγραμμέναι; 'Η κατάπεισις γεννάται, βέβαια, άπό τήν άλήθειαν, άλλ' αύτήν τήν άλήθειαν, πρέπει τινάς νά τήν έκφωνήση έν καιρώ τώ δέοντι καί πρός έκείνους, όπού περισσοτέραν χρείαν έχουσι (2). Καί ποίος νά έκτελέση αύτό τό χρηστόν έργον, όταν έσείς λείπετε; Ποίος νά όμιλήση είς τάς συνελεύσεις, όπού τήν σήμερον συνηθίζουν είς
τήν φύσιν' μία μικρή θέρμη, μία διαφορά μέ άλλον τινά, καί μία άνάμνησις τών συγγενών, άρκετώς άποδεικνύει είς αύτούς τήν ήδύτητα καί άνάγκην μιάς πατρίδος.
1. Είναι μερικοί 'Ελληνες, όπού δέν γνωρίζουν τούς άδελφούς των καί τούς πατέρας των, καί οί περισσότεροι ξενιτευμένοι λείπουσι άπό τήν πατρίδα των ή τριάντα ή είκοσι ή δέκα χρόνους τό όλιγότερον.
2. Φανερόν είναι, ότι όσοι περισσοτέραν χρείαν έχουσι άπό διδαχήν, δέν ήξεύρουσι γράμματα. 'Οθεν, άναγκαία είναι ή παρουσία τού όμιλούντος, διά νά καταπείση τούς πεπλανημένους είς τό ψεύδος.
τήν 'Ελλάδα νά κάμνουσιν οί προεστοί τής κάθε πολιτείας, ώς έπί τό πλείστον είς τήν μητρόπολιν, καί νά διορθώση όπωσούν τάς τόσας καί τόσας άδικίας, όπού κάμνουσι; Ποίος, λέγω, νά άποκριθή τού μητροπολίτου, όταν έξαπλωμένος είς τήν κορυφήν τού οίκίσκου καί χαΐδεύοντας τό γένειόν του, έκφωνή κανένα άρχιεπισκοπικόν παραλογισμόν, καί οί λοιποί όμοφώνως λέγουσι εύθύς τό ναί, άν έσείς λείπετε; 'Ω άγαπητοί, διατί δέν τό στοχάζεσθε; 'Αν, λοιπόν, έως τήν σήμερον, ώ άκριβοί μου 'Ελληνες, ή άπό άγνοιάν σας ή άπό άδιαφορίαν σας ή, τέλος πάντων, άπό μόνην άστοχασίαν σας έμείνατε έξω άπό τήν πατρίδα σας, μήν μένετε περισσότερον, άν θέλετε όπού αί μέχρι τού νύν εύεργεσίαι σας πρός αύτήν νά μήν κατασταθώσι σημεία κατακρίσεώς σας. Μήν καυχάσθε, πρός τούτοις, διά τάς εύεργεσίας όπού τής έκάματε, έπειδή τό χρέος σας ζητεί περισσότερον, παρά τά περισσεύματα τών πλούτων σας. Τήν παρουσίαν σας, τήν συνέργειάν σας ζητεί, ώ 'Ελληνες, καί όχι άλλην βοήθειαν. Μήν άμφιβάλλετε δέ διά τό καλόν τέλος. 'Υπάγετε είς τήν 'Ελλάδα, καί είς όλίγον καιρόν θέλετε αίσθανθή τήν διαφοράν, όπού θέλει προξενήσει ή παρουσία σας είς τήν κατάστασίν της. Αί έρμηνείαι σας καί οί όρθοί στοχασμοί σας θέλουν ξεμακρύνει άπό τάς κεφαλάς τών 'Ελλήνων τήν δεισιδαιμονίαν, αί συμβουλαί σας θέλουν άποδείξει είς τούς συμπατριώτας μας τό είναι των.
|
|