ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ - ΦΛΑΥΒΙΟΣ ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

Άράγε χρή φάναι καί ύπέρ τούτων; Καί ύπέρ τών άρρήτων γράψομεν καί τά άνέξοιστα καί τά άνεκλάλητα έκλαλήσομεν; Τίς μέν ό Άττις ήτοι Γάλλος τίς δέ ή τών θεών Μήτηρ καί ό τής άγνείας ταυτησί τρόπος όποίος καί προσέτι τού χάριν ούτωσί τοιούτος ήμίν έξ άρχής κατεδείχθη παραδοθείς μέν ύπό τών άρχαιοτάτων Φρυγών παραδεχθείς δέ πρώτον ύφ' Έλλήνων καί τούτων ού τών τυχόντων άλλ' Άθηναίων έργοις διδαχθέντων ότι μή καλώς έτώθασαν έπί τώ τελούντι τά όργια τής Μητρός; Λέγονται γάρ ούτοι περιυβρίσαι καί άπελάσαι τόν Γάλλον ώς τά θεία καινοτομούντα ού ξυνέντες όποίόν τι τής θεού τό χρήμα καί ώς ή παρ' αύτοίς τιμωμένη Δηώ καί ΄Ρέα καί Δημήτηρ. Είτα μήνις τό έντεύθεν τής θεού καί θεραπεία τής μήνιδος' ή γάρ έν πάσι τοίς καλοίς ήγεμών γενομένη τοίς Έλλησιν ή τού Πυθίου πρόμαντις θεού (τήν) τής Μητρός τών θεών μήνιν έκέλευσεν ίλάσκεσθαι καί άνέστη φασίν έπί τούτω τό Μητρώον ού τοίς Άθηναίοις δημοσία πάντα έφυλάττετο τά γραμματεία. Μετά δή τούς Έλληνας αύτά ΄Ρωμαίοι παρεδέξαντο συμβουλεύσαντος καί αύτοίς τού Πυθίου έπί τόν πρός Καρχηδονίους πόλεμον άγειν έκ Φρυγίας τήν θεόν σύμμαχον. Καί ούδέν ίσως κωλύει προσθείναι μικρού ίστορίαν ένταύθα.

Μαθόντες γάρ τόν χρησμόν στέλλουσιν οί τής θεοφιλούς οίκήτορες ΄Ρώμης πρεσβείαν αίτήσουσαν παρά τών Περγαμηνών βασιλέων οί τότε έκράτουν τής Φρυγίας καί παρ' αύτών δέ τών Φρυγών τής θεού τό άγιώτατον άγαλμα. Λαβόντες δέ ήγον τόν ίερόν φόρτον ένθέντες εύρεία φορτίδι πλείν εύπετώς δυναμένη τά τοσαύτα πελάγη. Περαιωθείσα δέ Αίγαιόν τε καί Ίόνιον είτα περιπλεύσασα Σικελίαν τε καί τό Τυρσηνόν πέλαγος έπί τάς έκβολάς τού Τύβριδος κατήγετο' καί δήμος έξεχείτο τής πόλεως σύν τή γερουσία ύπήντων γε μήν πρό τών άλλων ίερείς τε καί ίέρειαι πάσαι καί πάντες έν κόσμω τώ πρέποντι κατά τά πάτρια μετέωροι πρός τήν ναύν ούριοδρομούσαν άποβλέποντες καί περί τήν τρόπιν άπεσκόπουν τό ΄ρόθιον σχιζομένων τών κυμάτων' είτα είσπλέουσαν έδεξιούντο τήν ναύν προσκυνούντες έκαστος ώς έτυχε προσεστώς πόρρωθεν. Ή δέ ώσπερ ένδείξασθαι τώ ΄Ρωμαίων έθέλουσα δήμω ότι μή ξόανον άγουσιν άπό τής Φρυγίας άψυχον έχει δέ άρα δύναμίν τινα μείζω καί θειοτέραν ό δή παρά τών Φρυγών λαβόντες έφερον έπειδή τού Τύβριδος ήψατο τήν ναύν ίστησιν ώσπερ ΄ριζωθείσαν έξαίφνης κατά τού Τύβριδος. Είλκον δή ούν πρός άντίον τόν ΄ρούν ή δέ ούχ είπετο. βραχέσι δέ έντετυχηκότες ώθείν έπειρώντο τήν ναύν ή δέ ούκ είκεν ώθούντων. Πάσα δέ μηχανή προσήγετο τό έντεύθεν ή δέ ούχ ήττον άμετακίνητος ήν' ώστε έμπίπτει κατά τής ίερωμένης τήν παναγεστάτην ίερωσύνην παρθένου δεινή καί άδικος ύποψία καί τήν Κλωδίαν ήτιώντο τούτο γάρ όνομα ήν τή σεμνή παρθένω μή παντάπασιν άχραντον μηδέ καθαράν φυλάττειν έαυτήν τή θεώ' όργίζεσθαι ούν αύτήν καί μηνίειν έμφανώς' έδόκει γάρ ήδη τοίς πάσιν είναι τό χρήμα δαιμονιώτερον. Ή δέ τό μέν πρώτον αίδούς ύπεπίμπλατο πρός τε τό όνομα καί τήν ύποψίαν ούτω πάνυ πόρρω έτύγχανε τής αίσχράς καί παρανόμου πράξεως. 

Έπεί δέ έώρα τήν αίτίαν ήδη καθ' έαυτής έξισχύουσαν περιελούσα τήν ζώνην καί περιθείσα τής νεώς τοίς άκροις ώσπερ έξ έπιπνοίας τινός άποχωρείν έκέλευεν άπαντας είτα έδείτο τής θεού μή περιιδείν αύτήν άδίκοις ένεχομένην βλασφημίαις βοώσα δέ ώσπερ τι κέλευσμα φασί ναυτικόν Δέσποινα Μήτερ είπερ είμί σώφρων έπου μοι έφη' καί δή τήν ναύν ούκ έκίνησε μόνον άλλά καί είλκυσεν έπί πολύ πρός τόν ΄ρούν. Καί δύο ταύτα ΄Ρωμαίοις έδειξεν ή θεός οίμαι κατ' έκείνην τήν ήμέραν' ώς ούδέ μικρού τινος τίμιον άπό τής Φρυγίας έπήγον τόν φόρτον άλλά τού παντός άξιον ούδέ ώς άνθρώπινον τούτον άλλά όντως θείον ούδέ άψυχον γήν άλλά έμπνουν τι χρήμα καί δαιμόνιον. Έν μέν δή τοιούτον έδειξεν αύτοίς ή θεός έτερον δέ ώς τών πολιτών ούδέ είς λάθοι άν αύτήν χρηστός ή φαύλος ών. Κατωρθώθη μέντοι καί ό πόλεμος αύτίκα ΄Ρωμαίοις πρός Καρχηδονίους ώστε τόν τρίτον ύπέρ τών τειχών αύτής μόνον Καρχηδόνος γενέσθαι. Τά μέν ούν τής ίστορίας εί καί τισι(ν ά)πίθανα δόξει καί φιλοσόφω προσήκειν ούδέν ούδέ θεολόγω λεγέσθω μή μείον κοινή μέν ύπό πλείστων ίστοριογράφων άναγραφόμενα σωζόμενα δέ καί έπί χαλκών είκόνων έν τή κρατίστη καί θεοφιλεί ΄Ρώμη. Καίτοι με ού λέληθεν ότι φήσουσιν αύτά τινες τών λίαν σοφών ύθλους είναι γραιδίων ούκ άνεκτούς' έμοί δέ δοκεί ταίς πόλεσι πιστεύειν μάλλον τά τοιαύτα ή τουτοισί τοίς κομψοίς ών τό ψυχάριον δριμύ μέν

Υπέρ δέ ών είπείν έπήλθέ μοι παρ' αύτόν άρτι τόν τής άγιστείας καιρόν άκούω μέν έγωγε καί Πορφυρίω τινά πεφιλοσοφήσθαι περί αύτών' ού μήν οίδά γε ού γάρ ένέτυχον εί καί συνενεχθήναί που συμβαίη τώ λόγω. Τόν Γάλλον δέ έγώ τουτονί καί τόν Άττιν αύτός οίκοθεν έπινοώ τού γονίμου καί δημιουργικού νού τήν άχρι τής έσχάτης ύλης άπαντα γεννώσαν ούσίαν είναι έχουσάν τε έν έαυτή πάντας τούς λόγους καί τάς αίτίας τών ένύλων είδών' ού γάρ δή πάντων έν πάσι τά είδη ούτε έν τοίς άνωτάτω καί πρώτοις αίτίοις τά τών έσχάτων καί τελευ ταίων μεθ' ά ούδέν έστιν ή τό τής στερήσεωσ όνομα μετά άμυδράς έπινοίας. Ούσών δή πολλών ούσιών καί πολλών πάνυ δημιουργών τού τρίτου δημιουργού ός τών ένύλων είδών τούς λόγους έξηρημένους έχει καί συνεχείς τάς αίτίας ή τελευταία καί μέχρι γής ύπό περιουσίας τού γονίμου διά τών άνωθεν παρά τών άστρων καθήκουσα φύσισ ό ζητούμενός έστιν Άττις. Ίσως δέ ύπέρ ού λέγω χρή διαλαβείν σαφέστερον' είναί τι λέγομεν ύλην άλλά καί ένυλον είδος. Άλλά τούτων εί μή τις αίτία προτέτακται λανθάνοιμεν άν έαυτούς είσάγοντες τήν έπικούρειον δόξαν' άρχαίν γάρ (τοίν) δυοίν εί μηδέν έστι πρεσβύτερον αύτόματός τις αύτάς φορά καί τύχη συνεκλήρωσεν. Άλλ' όρώμεν φησί περιπατητικός τις άγχίνους ώσπερ ό Ξέναρχος τούτων αίτιον όν τό πέμπτον καί κυκλικόν σώμα. Γελοίος δέ καί Άριστοτέλης ύπέρ τούτων ζητών τε καί πολυπραγμονών όμοίως δέ καί Θεόφραστος' ήγνόησε γούν τήν έαυτού φωνήν. Ώσπερ γάρ είς τήν άσώματον ούσίαν έλθών καί νοητήν έστη μή πολυπραγμονών τήν αίτίαν άλλά φάς ταύτα πεφυκέναι' χρήν δέ δήπουθεν καί έπί τού πέμπτου σώματος τό πεφυκέναι ταύτη λαμβάνοντα μηκέτι ζητείν τάς αίτίας ίστασθαι δέ μετ' αύτών καί μή πρός τό νοητόν έκπίπτειν όν μέν ούθέν φύσει καθ' έαυτό έχον δέ άλλως κενήν ύπόνοιαν.

Τοιαύτα γάρ έγώ μέμνημαι τού Ξενάρχου λέγοντος άκηκοώς. Εί μέν ούν όρθώς ή μή ταύτα έκείνος έφη τοίς άγαν έφείσθω Περιπατητικοίς όνυχίζειν ότι δέ ού προσηνώς έμοί παντί που δήλον όπου γε καί τάς άριστοτελικάς ύποθέσεις ένδεεστέρως έχειν ύπολαμβάνω εί μή τις αύτάς ές ταύτό τοίς Πλάτωνος άγοι μάλλον δέ καί ταύτα ταίς έκ θεών δεδομέναις προφητείαις. Έκείνο δέ ίσως άξιον πυθέσθαι πώς τό κυκλικόν σώμα δύναται τάς άσωμάτους έχειν αίτίας τών ένύλων είδών' ότι μέν γάρ δίχα τούτων ύποστήναι τήν γένεσιν ούκ ένδέχεται πρόδηλόν έστί που καί σαφές. Τού χάριν γάρ έστι τοσαύτα τά γιγνόμενα; Πόθεν δέ άρρεν καί θήλυ; Πόθεν δέ ή κατά γένος τών όντων έν ώρισμένοις είδεσι διαφορά εί μή τινες είεν προυπάρχοντες καί προεστώτες λόγοι αίτίαι τε έν παραδείγματος λόγω προυφεστώσαι; Πρός άς είπερ άμβλώττομεν έτι καθαιρώμεθα τά όμματα τής ψυχής. Κάθαρσις δέ όρθή στραφήναι πρός έαυτόν καί κατανοήσαι πώς μέν ή ψυχή καί ό ένυλος νούς ώσπερ έκμαγείόν τι τών ένύλων είδών καί είκών έστιν' έν (τούτο) γάρ ούδέν έστι τών σωμάτων ή τών περί τά σώματα γινομένων τε καί θεωρουμένων άσωμάτων ού τήν φαντασίαν ό νούς ού δύναται λαβείν άσωμάτως όπερ ούποτ' άν έποίησεν εί μή τι ξυγγενές είχεν αύτοίς φύσει. Ταύτά τοι καί Άριστοτέλης τήν ψυχήν τόπον είδών έφη πλήν ούκ ένεργεία άλλά δυνάμει. Τήν μέν ούν τοιαύτην ψυχήν καί τήν έπεστραμμένην πρός τό σώμα δυνάμει ταύτα έχειν άναγκαίον' εί δέ τις άσχετος είη καί άμιγής ταύτη τούς λόγους ούκέτι δυνάμει πάντας δέ ύπάρχειν ένεργεία νομιστέον.

Λάβωμεν δέ αύτά σαφέστερον διά τού παραδείγματος ώ καί Πλάτων έν τώ Σοφιστή πρός έτερον μέν λόγον έχρήσατο δ' ούν όμως' Τό παράδειγμα δέ ούκ είς άπόδειξιν φέρω τού λόγου καί γάρ ούδέ άποδείξει χρή λαβείν αύτό άλλ' έπιβολή μόνη. Περί γάρ τών πρώτων αίτιών έστιν ή τών γε όμοστοίχων τοίς πρώτοις είπερ ήμίν έστιν ώσπερ ούν άξιον νομίζειν καί ό Άττις θεός. Τί δέ καί ποίόν έστι τό παράδειγμα; Φησί που Πλάτων τών περί τήν μίμησιν διατριβόντων εί μέν έθέλοι τις μιμείσθαι ώστε καθυφεστάναι τά μιμητά έργώδη τε είναι καί χαλεπήν καί νή Δία γε τού άδυνάτου πλησίον βάλλειν εύκολον δέ καί ΄ραδίαν καί σφόδρα δυνατήν τήν διά τού δοκείν τά όντα μιμουμένην. Όταν ούν τό κάτοπτρον λαβόντες περιφέρωμεν έκ πάντων τών όντων ΄ραδίως άπομαξάμενοι δείκνυμεν έκάστου τούς τύπους. Έκ δή τούτου τού παραδείγματος έπί τό είρημένον διαβιβάσθω μέν τό όμοίωμα ίν' ή τό μέν κάτοπτρον ό λεγόμενος ύπό Άριστοτέλους δυνάμει τόπος είδών' αύτά δέ χρή τά είδη πρότερον ύφεστάναι πάντως ένεργεία τού δυνάμει. Τής τοίνυν έν ήμίν ψυχής ώς καί Άριστοτέλει δοκεί δυνάμει τών όντων έχούσης τά είδη πού πρώτον ένεργεία θησόμεθα ταύτα; Πότερον έν τοίς ένύλοις; Άλλ' έστι γε ταύτα φανερώς τά τελευταία.

Λείπεται δή λοιπόν άύλους αίτίας ζητείν ένεργεία προτεταγμένας τών ένύλων αίς παρυποστάσαν καί συμπροελθούσαν ήμών τήν ψυχήν δέχεσθαι μέν έκείθεν ώσπερ έξ όντων τινών τά έσοπτρα τούς τών είδών άναγκαίον λόγους ένδιδόναι δέ διά τής φύσεως τή τε ύλη καί τοίς ένύλοις τουτοισί σώμασιν. Ότι μέν γάρ ή φύσις έστί δημιουργός τών σωμάτων ίσμεν ώς όλη τις ούσα τού παντός ή δέ καθ' έκαστον ένός έκάστου τών έν μέρει πρόδηλόν έστί που καί σαφές' άλλ' ή φύσις ένεργεία δίχα φαντασίας έν ήμίν ή δέ ύπέρ ταύτης ψυχή καί τήν φαντασίαν προσείληφεν. Εί τοίνυν ή φύσις καί ών ούκ έχει τήν φαντασίαν έχειν όμως όμολογείται τήν αίτίαν άνθ' ότου πρός θεών ούχί τούτο αύτό μάλλον έτι καί πρεσβύτερον τή ψυχή δώσομεν όπου καί φανταστικώς αύτό γιγνώσκομεν ήδη καί λόγω καταλαμβάνομεν; Είτα τίς ούτως έστί φιλόνεικος ώς τή φύσει μέν ύπάρχειν όμολογείν τούς ένύλους λόγους εί καί μή πάντας καί κατά τό αύτό ένεργεία άλλά δυνάμει γε πάντας τή ψυχή δέ μή δούναι τούτο αύτό; Ούκούν εί δυνάμει μέν έν τή φύσει καί ούκ ένεργεία τά είδη δυνάμει δέ έτι καί έν τή ψυχή καθαρώτερον καί διακεκριμένως μάλλον ώστε δή καί καταλαμβάνεσθαι καί γινώσκεσθαι ένεργεία δέ ούδαμού πόθεν άναρτήσομεν τής άειγενεσίας τά πείσματα; Πού δέ έδράσομεν τούς ύπέρ τής άιδιότητος Κόσμου λόγους; Τό γάρ τοι κυκλικόν σώμα έξ ύποκειμένου καί είδους έστίν. Άνάγκη δή ούν εί καί μήποτε ένεργεία ταύτα δίχα άλλήλων άλλά ταίς γε έπινοίαις έκείνα πρώτα ύπάρχοντα είναί τε καί νομίζεσθαι πρεσβύτερα.

Ούκούν έπειδή δέδοταί τις καί τών ένύλων είδών αίτία προηγουμένη παντελώς άυλος ύπό τόν τρίτον δημιουργόν ός ήμίν ού τούτων μόνον έστίν άλλά καί τού φαινομένου καί πέμπτου σώματος πατήρ καί δεσπότης άποδιελόντες έκείνου τόν Άττιν τήν άχρι τής ύλης καταβαίνουσαν αίτίαν καί θεόν γόνιμον Άττιν είναι καί Γάλλον πεπιστεύκαμεν όν δέ φησιν ό μύθος άνθήσαι μέν έκτεθέντα παρά τού Γάλλου ποταμού ταίς δίναις είτα καλόν φανέντα καί μέγαν άγαπηθήναι παρά τής Μητρός τών θεών. Τήν δέ τά τε άλλα πάντα έπιτρέψαι αύτώ καί τόν άστερωτόν έπιθείναι πίλον' άλλ' εί τήν κορυφήν σκέπει τού Άττιδος ό φαινόμενος ούρανός ούτοσί τόν Γάλλον ποταμόν άρα μή ποτε χρή τόν γαλαξίαν μαντεύεσθαι κύκλον; Ένταύθα γάρ φασι μίγνυσθαι τό παθητόν σώμα πρός τήν άπαθή τού πέμπτου κυκλοφορίαν. Άχρι τοι τούτων έπέτρεψεν ή Μήτηρ τών θεών σκιρτάν τε καί χορεύειν τώ παγκάλω τούτω καί ταίς ήλιακαίς άκτίσιν έμφερεί τώ νοερώ θεώ τώ Άττιδι. Ό δέ έπειδή προιών ήλθεν άχρι τών έσχάτων ό μύθος αύτόν είς τό άντρον κατελθείν έφη καί συγγενέσθαι τή νύμφη τό δίυγρον αίνιττόμενος τής ύλης καί ούδέ τήν ύλην αύτήν νύν έφη τήν τελευταίαν δέ αίτίαν άσώματον ή τής ύλης προέστηκε. Λέγεταί τοι καί πρός Ήρακλείτου ψυχήσιν θάνατος ύγρήσι γενέσθαι' τούτον ούν τόν Γάλλον τόν νοερόν θεόν τόν τών ένύλων καί ύπό σελήνην είδών συνοχέα τή προτεταγμένη τής ύλης αίτία συνιόντα συνιόντα δέ ούχ ώς άλλον άλλη άλλ' οίον αύτό είς αύτό (ύπολαμβάνομεν) ύποφερόμενον.

Τίς ούν ή Μήτηρ τών θεών; Ή τών κυβερνώντων τούς έμφανείς νοερών καί δημιουργικών θεών πηγή ή καί τεκούσα καί συνοικούσα τώ μεγάλω Διί θεός ύποστάσα μεγάλη μετά τόν μέγαν καί σύν τώ μεγάλω δημιουργώ ή πάσης μέν κυρία ζωής πάσης δέ γενέσεως αίτία ή ΄ράστα μέν έπιτελούσα τά ποιούμενα γεννώσα δέ δίχα πάθους καί δημιουργούσα τά όντα μετά τού Πατρός' αύτη γάρ καί παρθένος άμήτωρ καί Διός σύνθωκος καί μήτηρ θεών όντως ούσα πάντων. Τών γάρ νοητών ύπερκοσμίων θεών δεξαμένη πάντων αίτίας έν έαυτή πηγή τοίς νοεροίς έγένετο. Ταύτην δή τήν θεόν ούσαν καί πρόνοιαν έρως μέν ύπήλθεν άπαθής Άττιδος' έθελούσια γάρ αύτή καί κατά γνώμην έστίν ού τά ένυλα μόνον είδη πολύ δέ πλέον τά τούτων αίτια. Τήν δή τά γινόμενα καί φθειρόμενα σώζουσαν Προμήθειαν έράν ό μύθος έφη τής δημιουργικής τούτων αίτίας καί γονίμου καί κελεύειν μέν αύτήν έν τώ νοητώ τίκτειν μάλλον καί βούλεσθαί γε πρός έαυτήν έπεστράφθαι καί συνοικείν έπίταγμα δέ ποιείσθαι μηδενί τών άλλων άμα μέν τό ένοειδές σωτήριον διώκουσαν άμα δέ φεύγουσαν τό πρός τήν ύλην νεύσαν. Πρός έαυτήν τε βλέπειν έκέλευσεν ούσαν (τε) πηγήν μέν τών δημιουργικών θεών ού καθελκομένην δέ είς τήν γένεσιν ούδέ θελγομένην' ούτω γάρ έμελλεν ό μέγας Άττις καί κρείττον είναι δημιουργός έπείπερ έν πάσιν ή πρός τό κρείττον έπιστροφή μάλλόν έστι δραστήριος τής πρός τό χείρον νεύσεως. Έπεί καί τό πέμπτον σώμα τούτω δημιουργικώτερόν έστι τών τήδε καί θειότερον τώ μάλλον έστράφθαι πρός τούς θεούς έπεί τοι τό σώμα κάν αίθέρος ή τού καθαρωτάτου (καί) ψυχής άχράντου καί καθαράς όποίαν τήν Ήρακλέος ό δημιουργός έξέπεμψεν ούθείς άν είπείν κρείττον τολμήσειε. Τότε μέντοι ήν τε καί έδόκει μάλλον δραστήριος ότε αύτήν έδωκεν έκείνη σώματι έπεί καί αύτώ νύν Ήρακλεί όλω πρός όλον κεχωρηκότι τόν πατέρα ΄ράων ή τούτων έπιμέλεια καθέστηκεν ή πρότερον ήν ότε έν τοίς άνθρώποις σαρκία φορών έτρέφετο. Ούτως έν πάσι δραστήριος μάλλον ή πρός τό κρείττον άπόστασις τής έπί τό χείρον στροφής' ό δή βουλόμενος ό μύθος διδάξαι παραινέσαι φησί τήν Μητέρα τών θεών τώ Άττιδι θεραπεύειν αύτήν καί μήτε άποχωρείν μήτε έράν άλλης.

Ό δέ προήλθεν άχρι τών έσχάτων τής ύλης κατελθών. Έπεί δέ έχρήν παύσασθαί ποτε καί στήναι τήν άπειρίαν Κορύβας μέν ό Μέγας Ήλιος ό σύνθρονος τή Μητρί καί συνδημιουργών αύτή τά πάντα καί συμπρομηθούμενος καί ούδέν πράττων αύτής δίχα πείθει τόν Λέοντα μηνυτήν γενέσθαι. Τίς δέ ό Λέων; Αίθωνα δήπουθεν άκούομεν αύτόν αίτίαν τοίνυν τήν προεστώσαν τού θερμού καί πυρώδους ή πολεμήσειν έμελλε τή νύμφη καί ζηλοτυπήσειν αύτήν τής πρός τόν Άττιν κοινωνίας είρηται δέ ήμίν τίς ή νύμφη τή (δή) δημιουργική προμηθεία τών όντων (αύτόν) ύπουργήσαί φασι δηλαδή τή Μητρί τών θεών είτα φωράσαντα καί μηνυτήν γενόμενον αίτιον γενέσθαι τώ νεανίσκω τής έκτομής. Ή δέ έκτομή τίς; έποχή τής άπειρίας' έστη γάρ δή τά τής γενέσεως έν ώρισμένοις τοίς είδεσιν ύπό τής δημιουργικής έπισχεθέντα προμηθείας ούκ άνευ τής τού Άττιδος λεγομένης παραφροσύνης ή τό μέτριον έξισταμένη καί ύπερβαίνουσα καί διά τούτο ώσπερ έξασθενούσα καί ούκέθ' αύτής είναι δυναμένη ό δή περί τήν τελευταίαν ύποστήναι τών θεών αίτίαν ούκ άλογον. Σκόπει ούν άναλλοίωτον κατά πάσαν άλλοίωσιν τό πέμπτον θεώμενος σώμα περί τούς φωτισμούς τής σελήνης ίνα λοιπόν ό συνεχώς γιγνόμενός τε καί άπολλύμενος κόσμος γειτνιά τώ πέμπτω σώματι' περί τούς φωτισμούς αύτής άλλοίωσίν τινα καί πάθη συμπίπτοντα θεωρούμεν.

Ούκ άτοπον ούν (εί) καί τόν Άττιν τούτον ήμίθεόν τινα είναι βούλεται γάρ δή καί ό μύθος τούτο μάλλον δέ θεόν μέν τώ παντί' πρόεισί τε γάρ έκ τού τρίτου δημιουργού καί έπισυνάγεται πάλιν έπί τήν Μητέρα τών θεών μετά τήν έκτομήν' έπεί δέ όλως ΄ρέπειν καί νεύειν είς τήν ύλην δοκεί θεών μέν έσχατον έξαρχον δέ τών θείων γενών άπάντων ούκ άν άμάρτοι τις αύτόν ύπολαβών. Ήμίθεον δέ διά τούτο ό μύθός φησι τήν πρός τούς άτρέπτους αύτού θεούς ένδεικνύμενος διαφοράν. Δορυφορούσι γάρ αύτόν παρά τής Μητρός δοθέντες οί Κορύβαντες αί τρείς άρχικαί τών μετά θεούς κρεισσόνων γενών ύποστάσεις. Άρχει δέ καί τών Λεόντων οί τήν ένθερμον ούσίαν καί πυρώδη κατανειμάμενοι μετά τού σφών έξάρχου Λέοντος αίτιοι τώ πυρί μέν πρώτως διά δέ τής ένθένδε θερμότητος ένεργείας τε κινητικής αίτιοι καί τοίς άλλοις είσί σωτηρίας' περίκειται δέ τόν ούρανόν άντί τιάρας έκείθεν ώσπερ έπί γήν όρμώμενος.

Ούτος ό μέγας ήμίν θεός Άττις έστίν' αύται τού βασιλέως Άττιδος αί θρηνούμεναι τέως φυγαί καί κρύψεις καί άφανισμοί καί αί δύσεις αί κατά τό άντρον τεκμήρια δέ έστω μοι τούτου ό χρόνος έν ώ γίνεται. Τέμνεσθαι γάρ φασι τό ίερόν δένδρον καθ' ήν ήμέραν ό ήλιος έπί τό άκρον τής ίσημερινής άψίδος έρχεται' είθ' έξής περισαλπισμός παραλαμβάνεται' τή τρίτη δέ τέμνεται τό ίερόν καί άπόρρητον θέρος τού θεού Γάλλου' έπί τούτοις Ίλάρια φασί καί έορταί. Ότι μέν ούν στάσις έστί τής άπειρίας ή θρυλλουμένη παρά τοίς πολλοίς έκτομή πρόδηλον έξ ών ήνίκα ό μέγας Ήλιος (έστη) τού ίσημερινού ψαύσας κύκλου ίνα τό μάλιστα ώρισμένον έστί' τό μέν γάρ ίσον ώρισμένον έστί τό δέ άνισον άπειρόν τε καί άδιεξίτητον κατά τόν λόγον αύτίκα τό δένδρον τέμνεται' είθ' έξής γίνεται τά λοιπά τά μέν διά τούς μυστικούς καί κρυφίους θεσμούς τά δέ καί ΄ρηθήναι πάσι δυναμένους. Ή δέ έκτομή τού δένδρου τούτο δέ τή μέν ίστορία προσήκει τή περί τόν Γάλλον ούδέν δέ τοίς μυστηρίοις (οίσ) παραλαμβάνεται διδασκόντων ήμάς οίμαι τών θεών συμβολικώς ότι χρή τό κάλλιστον έκ γής δρεψαμένους άρετήν μετά εύσεβείας άπενεγκείν τή θεώ σύμβολον τής ένταύθα χρηστής πολιτείας έσόμενον. Τό γάρ τοι δένδρον έκ γής μέν φύεται σπεύδει δέ ώσπερ είς τόν αίθέρα καί ίδείν τέ έστι καί όφθήναι καλόν καί σκιάν παρασχείν έν πνίγει ήδη δέ καί καρπόν έξ έαυτού προβαλείν καί χαρίσασθαι' ούτως αύτώ πολύ τί γε τού γονίμου περίεστιν.

Ήμίν ούν ό θεσμός παρακελεύεται τοίς φύσει μέν ούρανίοις είς γήν δέ ένεχθείσιν άρετήν μετά εύσεβείας άπό τής έν τή γή πολιτείας άμησαμένους παρά τήν προγονικήν καί ζωογόνον σπεύδειν θεόν. Εύθύς ούν ή σάλπιγξ μετά τήν έκτομήν έκδίδωσι τό άνακλητικόν τώ Άττιδι καί τοίς όσοι ποτέ ούρανόθεν έπτημεν είς τήν γήν καί έπέσομεν. Μετά δή τό σύμβολον τούτο ότε ό βασιλεύς Άττις ίστησι τήν άπειρίαν διά τής έκτομής ήμίν τε οί θεοί κελεύουσιν έκτέμνειν καί αύτοίς τήν έν ήμίν αύτοίς άπειρίαν καί κινείσθαι έκ τούτων έπί δέ τό ώρισμένον καί ένοειδές καί είπερ οίόν τέ έστιν αύτό τό Έν άνατρέχειν' ούπερ γενομένου πάντως έπεσθαι χρή τά Ίλάρια. Τί γάρ εύθυμότερον τί δέ ίλαρώτερον γένοιτο άν ψυχής άπειρίαν μέν καί γένεσιν καί τόν έν αύτή κλύδωνα διαφυγούσης έπί δέ τούς θεούς αύτούς άναχθείσης; Ών ένα καί τόν Άττιν όντα περιείδεν ούδαμώς ή τών θεών Μήτηρ βαδίζοντα πρόσω πλέον ή χρήν πρός έαυτήν δέ έπέστρεψε στήσαι τήν άπειρίαν προστάξασα.

Καί μή τις ύπολάβοι με λέγειν ώς ταύτα έπράχθη ποτέ καί γέγονεν ώσπερ ούκ είδότων τών θεών αύτών ότι ποιήσουσιν ή τά σφών αύτών άμαρτήματα διορθουμένων' άλλά οί παλαιοί τών όντων άεί τάς αίτίας ήτοι τών θεών ύφηγουμένων (ή) κατά σφάς αύτούς διερευνώμενοι βέλτιον δέ ίσως είπείν. Ζητούντες ύφ' ήγεμόσι τοίς θεοίς έπειτα εύρόντες έσκέπασαν αύτάς μύθοις παραδόξοις ίνα διά τού παραδόξου καί άπεμφαίνοντος τό πλάσμα φωραθέν έπί τήν ζήτησιν ήμάς τής άληθείας προτρέψη τοίς μέν ίδιώταις άρκούσης οίμαι τής άλόγου καί διά τών συμβόλων μόνων ώφελείας τοίς δέ περιττοίς κατά τήν φρόνησιν ούτως άν μόνως έσομένης ώφελίμου τής περί θεών άληθείας εί τις έξετάζων αύτήν ύφ' ήγεμόσι τοίς θεοίς εύροι καί λάβοι διά μέν τών αίνιγμάτων ύπομνησθείς ότι χρή τι περί αύτών ζητείν ές τέλος δέ καί ώσπερ κορυφήν τού πράγματος διά τής σκέψεως εύρών πορευθείη ούκ αίδοί καί πίστει μάλλον άλλοτρίας δόξης ή τή σφετέρα κατά νούν ένεργεία.

Τί ούν είναί φαμεν ώς έν κεφαλαίω; Κατανοήσαντες άχρι τού πέμπτου σώματος ού τό νοητόν μόνον άλλά καί τά φαινόμενα ταύτα σώματα τής άπαθούς όντα καί θείας μερίδος άχρι τούτου θεούς ένόμισαν άκραιφνείς είναι' τή γονίμω δέ τών θεών ούσία τών τήδε παρυποστάντων έξ άιδίου συμπροελθούσης τής ύλης τοίς θεοίς παρ' αύτών δέ καί δι' αύτών διά τό ύπέρπληρες αύτών τής γονίμου καί δημιουργικής αίτίας ή τών όντων Προμήθεια συνουσιωμένη τοίς θεοίς έξ άιδίου καί σύνθωκος μέν ούσα τώ βασιλεί Διί πηγή δέ τών νοερών θεών καί τό δοκούν άζωον καί άγονον καί σκύβαλον καί τών όντων οίον άν είπη τις άποκάθαρμα καί τρύγα καί ύποσταθμήν διά τής τελευταίας (αίτίασ) τών θεών είς ήν αί πάντων ούσίαι τών θεών άποτελευτώσιν έκόσμησέ τε καί διωρθώσατο καί πρός τό κρείττον μετέστησεν. Ό γάρ Άττις ούτος έχων τήν κατάστικτον τοίς άστροις τιάραν εύδηλον ότι τάς πάντων τών θεών είς τόν έμφανή κόσμον όρωμένας λήξεις άρχάς έποιήσατο τής έαυτού βασιλείας' έπ' αύτώ τό μέν άκραιφνές καί καθαρόν ήν άχρι Γαλαξίου' περί τούτον δέ ήδη τόν τόπον μιγνυμένου πρός τό άπαθές τού παθητού καί τής ύλης παρυφισταμένης έκείθεν ή πρός ταύτην κοινωνία κατάβασίς έστιν είς τό άντρον ούκ άκουσίως μέν γενομένη τοίς θεοίς καί τή τούτων Μητρί λεγομένη δέ άκουσίως γενέσθαι. Φύσει γάρ έν κρείττονι τούς θεούς όντας ούκ έκείθεν έπί τάδε καθέλκειν έθέλει τά βελτίω άλλά διά τής τών κρειττόνων συγκαταβάσεως καί ταύτα άνάγειν έπί τήν άμείνονα καί θεοφιλεστέραν λήξιν. Ούτω τοι καί τόν Άττιν ού κατεχθραίνουσα μετά τήν έκτομήν ή Μήτηρ λέγεται άλλά άγανακτεί μέν ούκέτι άγανακτούσα δέ λέγεται διά τήν συγκατάβασιν ότι κρείττων ών καί θεός έδωκεν έαυτόν τώ καταδεεστέρω' στήσαντα δέ αύτόν τής άπειρίας τήν πρόοδον καί τό άκόσμητον τούτο κοσμήσαντα διά τής πρός τόν ίσημερινόν κύκλον συμπαθείας ίνα ό μέγας Ήλιος τής ώρισμένης κινήσεως τό τελειότατον κυβερνά μέτρον έπανάγει πρός έαυτήν ή θεός άσμένως μάλλον δέ έχει παρ' έαυτή. Καί ούδέποτε γέγονεν ότε μή ταύτα τούτον έχει τόν τρόπον όνπερ νύν έχει άλλ' άεί μέν Άττις έστίν ύπουργός τή Μητρί καί ήνίοχος άεί δέ όργά είς τήν γένεσιν άεί δέ άποτέμνεται τήν άπειρίαν διά τής ώρισμένης τών είδών αίτίας. Έπαναγόμενος δέ ώσπερ έκ γής τών άρχαίων αύθις λέγεται δυναστεύειν σκήπτρων έκπεσών μέν αύτών ούδαμώς ούδέ έκπίπτων έκπεσείν δέ αύτών λεγόμενος διά τήν πρός τό παθητόν σύμμιξιν.

Άλλ' έκείνο ίσως άξιον προσαπορήσαι' διττής γάρ ούσης τής ίσημερίας ού τήν (μέν) έν ταίς Χηλαίς τήν δέ έν τώ Κριώ προτιμώσιν. Τίς ούν αίτία τούτου φανερόν δήπουθεν. Έπειδή γάρ ήμίν ό ήλιος άρχεται τότε πλησιάζειν άπό τής ίσημερίας αύξομένης οίμαι τής ήμέρας έδοξεν ούτος ό καιρός άρμοδιώτερος. Έξω γάρ τής αίτίας ή φησι τοίς θεοίς είναι τό φώς σύνδρομον έχειν οίκείως πιστευτέον τοίς άφεθήναι τής γενέσεως σπεύδουσι τάς άναγωγούς άκτίνας ήλίου. Σκόπει δέ έναργώς' έλκει μέν άπό τής γής πάντα καί προσκαλείται καί βλαστάνειν ποιεί τή ζωπυρίδι καί θαυμαστή θέρμη διακρίνων οίμαι πρός άκραν λεπτότητα τά σώματα καί τά φύσει φερόμενα κάτω κουφίζει. Τά δή τοιαύτα τών άφανών αύτού δυνάμεων ποιητέον τεκμήρια' ό γάρ έν τοίς σώμασι διά τής σωματοειδούς θέρμης ούτω τούτο άπεργαζόμενος πώς ού διά τής άφανούς καί άσωμάτου πάντη καί θείας καί καθαράς έν ταίς άκτίσιν ίδρυμένης ούσίας έλξει καί άνάξει τάς εύτυχείς ψυχάς; Ούκούν έπειδή πέφηνεν οίκείον μέν τοίς θεοίς τό φώς τούτο καί τοίς άναχθήναι σπεύδουσιν αύξεται δέ έν τώ παρ' ήμίν κόσμω τό τοιούτο ώστε είναι τήν ήμέραν μείζω τής νυκτός Ήλίου τού βασιλέως έπιπορεύεσθαι τόν Κριόν άρξαμένου δέδεικται δέ καί άναγωγόν φύσει τό τών άκτίνων τού θεού διά τε τής φανεράς ένεργείας καί τής άφανούς ύφ' ής παμπληθείς άνήχθησαν ψυχαί τών αίσθήσεων άκολουθήσασαι τή φανοτάτη καί μάλιστα ήλιοειδεί. Τήν γάρ τοιαύτην τών όμμάτων αίσθησιν ούκ άγαπητήν μόνον ούδέ χρήσιμον είς τόν βίον άλλά καί πρός σοφίαν όδηγόν ό δαιμόνιος άνύμνησε Πλάτων. Εί δέ καί τής άρρήτου μυσταγωγίας άψαίμην ήν ό Χαλδαίος περί τόν έπτάκτινα θεόν έβάκχευσεν άνάγων δι' αύτού τάς ψυχάς άγνωστα έρώ καί μάλα γε άγνωστα τώ συρφετώ θεουργοίς δέ τοίς μακαρίοις γνώριμα' διόπερ αύτά σιωπήσω τανύν.

Όπερ δέ έλεγον ότι καί τόν καιρόν ούκ άλόγως ύποληπτέον άλλ' ώς ένι μάλιστα μετά είκότος καί άληθούς λόγου παρά τών παλαιών τώ θεσμώ προστεθείσθαι σημείον δέ τούτου ότι τόν ίσημερινόν κύκλον ή θεός αύτη κατενείματο' τελείται γάρ περί τόν Ζυγόν Δηοί καί Κόρη τά σεμνά καί άπόρρητα μυστήρια. Καί τούτο είκότως γίνεται' χρή γάρ καί άπιόντι τώ θεώ τελεσθήναι πάλιν ίνα μηδέν ύπό τής άθέου καί σκοτεινής δυσχερές πάθωμεν έπικρατούσης δυνάμεως Δίς γούν Άθηναίοι τή Δηοί τελούσι τά μυστήρια έν αύτώ μέν τώ Κριώ τά Μικρά φασί Μυστήρια τά Μεγάλα δέ περί τάς Χηλάς όντος ήλίου δι' άς έναγχος έφην αίτίας. Μεγάλα δέ ώνομάσθαι καί Μικρά νομίζω καί άλλων ένεκα μάλιστα δέ ώς είκός τούτου άποχωρούντος τού θεού μάλλον ήπερ προσιόντος' διόπερ έν τούτοις όσον είς ύπόμνησιν μόνον άτε δή καί παρόντος τού σωτήρος καί άναγωγού θεού τά προτέλεια κατεβάλλοντο τής τελετής' είτα μικρόν ύστερον άγνείαι συνεχείς καί τών ίερών άγιστείαι. Άπιόντος δέ λοιπόν τού θεού πρός τήν άντίχθονα ζώνην καί φυλακής ένεκα καί σωτηρίας αύτό τό κεφάλαιον έπιτελείται τών μυστηρίων. Όρα δέ' ώσπερ ένταύθα τό τής γενέσεως αίτιον άποτέμνεται ούτω δέ καί παρά Άθηναίοις οί τών άρρήτων άπτόμενοι παναγείς είσι καί ό τούτων έξάρχων ίεροφάντης άπέστραπται πάσαν τήν γένεσιν ώς ού μετόν αύτώ τής έπ' άπειρον προόδου τής ώρισμένης δέ καί άεί μενούσης καί έν τώ ένί συνεχομένης ούσίας άκηράτου τε καί καθαράς Υπέρ μέν δή τούτων άπόχρη τοσαύτα.

Λείπεται δή λοιπόν ώς είκός ύπέρ τε τής άγιστείας αύτής καί τής άγνείας διεξελθείν ίνα καί έντεύθεν λάβωμεν είς τήν ύπόθεσιν εί τι συμβάλλεται. Γελοίον δέ αύτίκα τοίς πάσιν έκείνο φαίνεται κρεών μέν άπτεσθαι δίδωσιν ό ίερός νόμος άπαγορεύει δέ τών σπερμάτων. Ούκ άψυχα μέν έκείνα ταύτα δέ έμψυχα; Ού καθαρά μέν έκείνα ταύτα δέ αίματος καί πολλών άλλων ούκ εύχερών όψει τε καί άκοή πεπληρωμένα; Ού τό μέγιστον έκείνοις μέν πρόσεστι τό μηδένα έκ τής έδωδής άδικείσθαι τούτοις δέ τό καταθύεσθαι καί κατασφάττεσθαι τά ζώα άλγούντά γε ώς είκός καί τρυχόμενα; Ταύτα πολλοί καί τών περιττών είποιεν άν' έκείνα δέ ήδη κωμωδούσι καί τών άνθρώπων οί δυσσεβέστατοι' τά μέν όρμενά φασιν έσθίεσθαι τών λαχάνων παραιτείσθαι δέ τάς ΄ρίζας ώσπερ γογγυλίδας Καί σύκα μέν έσθίεσθαί φασι ΄ροιάς δέ ούκέτι καί μήλα πρός τούτοις. Ταύτα άκηκοώς μινυριζόντων πολλών πολλάκις άλλά καί είρηκώς πρότερον έοικα έγώ μόνος έκ πάντων πολλήν είδέναι τοίς δεσπόταις θεοίς μάλιστα μέν άπασι πρό τών άλλων δέ τή Μητρί τών θεών ώσπερ έν τοίς άλλοις άπασιν ούτω δέ καί έν τούτω χάριν ότι με μή περιείδεν ώσπερ έν σκότω πλανώμενον άλλά μοι πρώτόν γε έκέλευσεν άποκόψασθαι ούτι κατά τό σώμα κατά δέ τάς ψυχικάς άλόγους όρμάς καί κινήσεις τή νοερά καί προεστώση τών ψυχών ήμών αίτία τά περιττά καί μάταια' έπί νούν δέ έδωκεν αύτη λόγους τινάς ίσως ούκ άπάδοντας πάντη τής ύπέρ θεών άληθούς άμα καί εύαγούς έπιστήμης. Άλλ' έοικα γάρ ώσπερ ούκ έχων ό τι φώ κύκλω περιτρέχειν' έμοί δέ πάρεστι μέν καί καθ' έκαστον έπιόντι σαφείς καί τηλαυγείς αίτίας άποδούναι τού χάριν ήμίν ού θέμις έστί προσφέρεσθαι ταύτα ών ό θείος είργει θεσμός' καί ποιήσω γε αύτό μικρόν ύστερον' άμεινον δέ νύν ώσπερ τύπους τινάς προθείναι καί κανόνας οίς έπόμενοι κάν τι πολλάκις ύπό τής σπουδής παρέλθη τόν λόγον έξομεν ύπέρ τούτων κρίναι.

Προσήκει δέ πρώτον ύπομνήσαι διά βραχέων τίνα τε έφαμεν είναι τόν Άττιν καί τί τήν έκτομήν τίνος τε είναι σύμβολα τά μετά τήν έκτομήν άχρι τών Ίλαρίων γινόμενα καί τί βούλεσθαι τήν άγνείαν. Ό μέν ούν Άττις έλέγετο αίτία τις ούσα καί θεός ό προσεχώς δημιουργών τόν ένυλον κόσμον ός μέχρι τών έσχάτων κατιών ίσταται ύπό τής ήλίου δημιουργικής κινήσεως όταν έπί τής άκρως ώρισμένης τού παντός ό θεός γένηται περιφερείας ού τής ίσημερίας τούνομά έστι κατά τό έργον. Έκτομήν δέ έλέγομεν είναι τής άπειρίας τήν έποχήν ήν ούκ άλλως ή διά τής έπί τάς πρεσβυτέρας καί άρχηγικωτέρας αίτίας άνακλήσεώς τε καί άναδύσεως συμβαίνειν. Αύτής δέ τής άγνείας φαμέν τόν σκοπόν άνοδον τών ψυχών.

Ούκούν ούκ έά πρώτον σιτείσθαι τά κατά γής δυόμενα σπέρματα' έσχατον μέν γάρ τών όντων ή γή. Ένταύθα δέ φησιν άπελαθέντα καί Πλάτων τά κακά στρέφεσθαι καί διά τών λογίων οί θεοί σκύβαλον αύτό πολλαχού καλούσι καί φεύγειν έντεύθεν (πολλαχού) παρακελεύονται. Πρώτον ούν ή ζωογόνος καί προμηθής θεός ούδέ άχρι τής τών σωμάτων τροφής έπιτρέπει τοίς κατά γής δυομένοις χρήσθαι παραινούσά γε πρός τόν ούρανόν μάλλον δέ καί ύπέρ τόν ούρανόν βλέπειν. Ένί τινες κέχρηνται σπέρματι τοίς λοβοίς ού σπέρμα μάλλον ή λάχανον αύτό νομίζοντες είναι τώ πεφυκέναι πως άνωφερές καί όρθόν καί ούδέ έρριζώσθαι κατά τής γής' έρρίζωται δέ ώσπερ (ούκ) έκ δένδρου κιττού τινος ή καί άμπέλου καρπός ήρτηται έκ κλήματος. Άπηγόρευται μέν ούν ήμίν σπέρματι χρήσθαι διά τούτο φυτών έπιτέτραπται δέ χρήσθαι καρποίς καί λαχάνοις ού τοίς χαμαιζήλοις άλλά τοίς έκ γής αίρομένοις άνω μετεώροις. Ταύτη τοι καί τής γογγυλίδος τό μέν γεωχαρές ώς χθόνιον έπιτάττει παραιτείσθαι τό δέ άναδυόμενον άνω καί είς ύψος αίρόμενον ώς αύτό τούτο καθαρόν τυγχάνον δίδωσι προσενέγκασθαι. Τών γούν λαχάνων όρμένοις μέν συγχωρεί χρήσθαι ΄ρίζαις δέ άπαγορεύει καί μάλιστα ταίς έντρεφομέναις καί συμπαθούσαις τή γή.

Καί μήν καί τών δένδρων μήλα μέν ώς ίερά καί χρυσά καί τών άρρήτων άθλων καί τελεστικών είκόνας καταφθείρειν ούκ έπέτρεψε καί καταναλίσκειν άξιά γε όντα τών άρχετύπων χάριν τού σέβεσθαί τε καί θεραπεύεσθαι' ΄ροιάς δέ ώς φυτόν χθόνιον παρητήσατο καί τού φοίνικος δέ τόν καρπόν ίσως μέν άν τις είποι διά τό μή γίνεσθαι περί τήν Φρυγίαν ένθα πρώτον ό θεσμός κατέστη' έμοί δέ δοκεί μάλλον ώς ίερόν ήλίου τό φυτόν άγήρων τε όν ού συγχωρήσαι καταναλίσκειν έν ταίς άγιστείαις είς τροφήν σώματος. Έπί τούτοις άπηγόρευται ίχθύσιν άπασι χρήσθαι' κοινόν δέ έστι τούτο καί πρός Αίγυπτίους τό πρόβλημα.

Δοκεί δέ έμοιγε δοιοίν ένεκεν άν τις ίχθύων μάλιστα μέν άεί πάντως δέ έν ταίς άγιστείαις άποσχέσθαι' ένός μέν ότι τούτων ά μή θύομεν τοίς θεοίς ούδέ σιτείσθαι προσήκε. Δέος δέ ίσως ούδέν μή πού τις ένταύθα λίχνος καί γάστρις έπιλάβηταί μου ώς που καί πρότερον ήδη παθών αύτό διαμνημονεύω Διά τί δέ ούχί καί θύομεν αύτών πολλάκις τοίς θεοίς; είπόντος άκούσας. Άλλ' έχομέν τι καί πρός τούτο είπείν' Καί θύομέν γε. Έφην ώ μακάριε έν τισι τελεστικαίς θυσίαισ ώς ίππον ΄Ρωμαίοι ώς πολλά καί άλλα θηρία καί ζώα κύνας ίσως Έλληνες Έκάτη καί ΄Ρωμαίοι δέ' καί πολλά παρ' άλλήλοις έστί τών τελεστικών. Καί δημοσία ταίς πόλεσιν άπαξ τού έτους ή δίς τοιαύτα θύματα άλλ' ούκ έν ταίς τιμητηρίοισ (έφ') ών μόνον κοινωνείν άξιον καί τραπεζούν θεοίς. Τούς δέ ίχθύας έν ταίς τιμητηρίοις ού θύομεν ότι μηδέ νέμομεν μήτε τής γενέσεως αύτών έπιμελούμεθα μήτε ήμίν είσιν άγέλαι καθάπερ προβάτων καί βοών ούτω δέ καί τών ίχθύων. Ταύτα μέν γάρ ύφ' ήμών βοηθούμενα τά ζώα καί πληθύνοντα διά τούτο δικαίως άν ήμίν είς τε τάς άλλας χρείας έπικουροίη καί πρό γε τών άλλων ές τιμητηρίους θυσίας.

Είς μέν δή λόγος ούτος δι' όν ούκ οίμαι δείν ίχθύν έν άγνείας καιρώ προσφέρεσθαι τροφήν' έτερος δέ όν καί μάλλον ήγούμαι τοίς προειρημένοις άρμόζειν ότι τρόπον τινά καί αύτοί κατά τού βυθού δεδυκότες είεν άν χθονιώτεροι τών σπερμάτων' ό δέ έπιθυμών άναπτήναι καί μετέωρος ύπέρ τόν άέρα πρός αύτάς (τάσ) ούρανού πτήναι κορυφάς δικαίως άν άποστρέφοιτο πάντα τά τοιαύτα μεταθέοι δέ καί μετατρέχοι τά τεινόμενα πρός τόν άέρα καί σπεύδοντα πρός τό άναντεσ καί ίνα ποιητικώτερον είπω πρός τόν ούρανόν όρώντα. Όρνισιν ούν έπιτρέπει χρήσθαι πλήν όλίγων ούς ίερούς είναι πάντη συμβέβηκε καί τών τετραπόδων τοίς συνήθεσιν έξω τού χοίρου. Τούτον δέ ώς χθόνιον πάντη (τή) μορφή τε καί τώ βίω καί αύτώ τώ τής ούσίας λόγω περιττωματικός τε γάρ καί παχύς τήν σάρκα τής ίεράς άποκηρύττει τροφής. Φίλον γάρ είναι πεπίστευται θύμα τοίς χθονίοις θεοίς ούκ άπεικότως' άθέατον γάρ έστιν ούρανού τουτί τό ζώον ού μόνον ού βουλόμενον άλλ' ούδέ πεφυκός άναβλέψαι ποτέ. Τοιαύτας μέν δή αίτίας ύπέρ τής άποχής ών άπέχεσθαι δεί είρηκεν ό θείος θεσμός' οί ξυνιέντες δέ κοινούμεθα τοίς έπισταμένοις θεούς.

Υπέρ δέ ών έπιτρέπει χρήσθαι λέγομεν τοσούτον ώς ού πάσιν άπαντα τό δυνατόν δέ ό θείος νόμος τή άνθρωπίνη φύσει σκοπών έπέτρεψε χρήσθαι τουτοισί τοίς πολλοίς ούχ ίνα πάσι πάντες έξ άνάγκης χρησώμεθα τούτο μέν γάρ ίσως ούκ εύκολον άλλ' όπως έκείνω ότω άρα πρώτον μέν ή τού σώματος συγχωροίη δύναμις είτά τις περιουσία συντρέχει καί τρίτον ή προαίρεσις ήν έν τοίς ίεροίς ούτως άξιον έπιτείνειν ώστε καί ύπέρ τήν τού σώματος δύναμιν όρμάν καί προθυμείσθαι τοίς θείοις άκολουθείν θεσμοίς. Έστι γάρ δή τούτο μάλιστα μέν άνυσιμώτερον αύτή τή ψυχή πρός σωτηρίαν εί μείζονα λόγον αύτής άλλά μή τού σώματος τής άσφαλείας ποιήσαιτο πρός δέ καί αύτό τό σώμα μείζονος καί θαυμασιωτέρας φαίνεται λεληθότως τής ώφελείας μεταλαγχάνον. Όταν γάρ ή ψυχή πάσαν έαυτήν δώ τοίς θεοίς όλα τά καθ' έαυτήν έπιτρέψασα τοίς κρείττοσιν έπομένης οίμαι τής άγιστείας καί πρό γε ταύτης τών θείων θεσμών ήγουμένων όντος ούδενός λοιπόν τού άπείργοντος καί έμποδίζοντος πάντα γάρ έστιν έν τοίς θεοίς καί πάντα περί αύτούς ύφέστηκε καί πάντα τών θεών έστι πλήρηαύτίκα μέν αύταίς έλλάμπει τό θείον φώς θεωθείσαι δέ αύται τόνον τινά καί ΄ρώμην έπιτιθέασι τώ συμφύτω πνεύματι τούτο δέ ύπ' αύτών στομούμενον ώσπερ καί κρατυνόμενον σωτηρίας έστίν αίτιον όλω τώ σώματι. Τό δέ ότι μάλιστα μέν πάσας τάς νόσους εί δέ μή ότι τάς πλείστας καί μεγίστας έκ τής τού πνεύματος είναι τροπής καί παραφοράς συμβέβηκεν ούδείς όστις οίμαι τών Άσκληπιαδών ού φήσειεν' οί μέν γάρ καί πάσας φασίν οί δέ τάς πλείστας καί μεγίστας καί ίαθήναι χαλεπωτάτας. Μαρτυρεί δέ τούτοις καί τά τών θεών λόγια φημί δέ ότι διά τής άγιστείας ούχ ή ψυχή μόνον άλλά καί τά σώματα βοηθείας πολλής καί σωτηρίας άξιούται' σώζεται γάρ φησί καί τό μικράς ύλης περίβλημα βρότειον οί θεοί τοίς ύπεράγνοις παρακελευόμενοι τών θεουργών κατεπαγγέλλονται.

Τίς ούν ήμίν ύπολείπεται λόγος άλλως τε καί έν βραχεί νυκτός μέρει ταύτα άπνευστί ξυνείραι συγχωρηθείσιν ούθέν ούτε προανεγνωκόσιν ούτε σκεψαμένοις περί αύτών άλλ' ούδέ προελομένοις ύπέρ τούτων είπείν πρίν ή τάς δέλτους ταύτας αίτήσαι; μάρτυς δέ ή θεός μοι τού λόγου. Άλλά όπερ έφην τί τό λειπόμενον ήμίν (εί μή) ύπομνήσαι τήν θεόν μετά τής Άθηνάς καί τού Διονύσου ών δή καί τάς έορτάς έν ταύταις έθετο ταίς άγιστείαις ό νόμος όρών μέν τής Άθηνάς πρός τήν Μητέρα τών θεών διά τής προνοητικής έν έκατέραις ταίς ούσίαις όμοιότητος τήν συγγένειαν έπισκοπών δέ καί τήν Διονύσου μεριστήν δημιουργίαν ήν έκ τής ένοειδούς καί μονίμου ζωής τού μεγάλου Διός ό μέγας Διόνυσος παραδεξάμενος άτε καί προελθών έξ έκείνου τοίς φαινομένοις άπασιν έγκατένειμεν έπιτροπεύων καί βασιλεύων τής μεριστής συμπάσης δημιουργίας; Προσήκει δέ σύν τούτοις ύπομνήσαι καί τόν Έπαφρόδιτον Έρμήν' καλείται γάρ ούτως ύπό τών μυστών ό θεός ούτος ός τάς λαμπάδας φησίν άνάπτειν Άττιδι τώ σοφώ. Τίς ούν ούτως παχύς τήν ψυχήν ός ού συνίησιν ότι δι' Έρμού μέν καί Άφροδίτης άνακαλείται πάντα πανταχού τά τής γενέσεως έχοντα τό ένεκά του πάντη καί πάντως ό τού λόγου μάλιστα ίδιόν έστιν; Άττις δέ ούχ ούτός έστιν ό μικρώ πρόσθεν άφρων νύν δέ άκούων διά τήν έκτομήν σοφός; Άφρων μέν ότι τήν ύλην είλατο καί τήν γένεσιν έπιτροπεύει σοφός δέ ότι τό σκύβαλον τούτο είς κάλλος έκόσμησε καί τοσούτον μετέστησεν όσον ούδεμία μιμήσαιτο άνθρώπων τέχνη καί σύνεσις. Άλλά τί πέρας έσται μοι τών λόγων ή δήλον ώς ό τής Μεγάλης ύμνος Θεού;

Ώ θεών καί άνθρώπων Μήτερ ώ τού μεγάλου Σύνθωκε καί Σύνθρονε Διός ώ Πηγή τών νοερών θεών ώ τών νοητών ταίς άχράντοις ούσίαις συνδραμούσα καί τήν κοινήν έκ πάντων αίτίαν παραδεξαμένη καί τοίς νοεροίς ένδιδούσα Ζωογόνε Θεά καί Μήτις καί Πρόνοια καί τών ήμετέρων ψυχών Δημιουργέ ώ τόν μέγαν Διόνυσον άγαπώσα καί τόν Άττιν έκτεθέντα περισωσαμένη καί πάλιν αύτόν είς τό γής άντρον καταδυόμενον έπανάγουσα ώ πάντων μέν άγαθών τοίς νοεροίς ήγουμένη θεοίς πάντων δέ άποπληρούσα τόν αίσθητόν κόσμον πάντα δέ ήμίν έν πάσιν άγαθά χαρισαμένη δίδου πάσι μέν άνθρώποις εύδαιμονίαν ής τό κεφάλαιον ή τών θεών γνώσίς έστι κοινή δέ τώ ΄Ρωμαίων δήμω μάλιστα μέν άποτρίψασθαι τής άθεότητος τήν κηλίδα πρός δέ καί τήν τύχην εύμενή συνδιακυβερνώσαν αύτώ τά τής άρχής πολλάς χιλιάδας έτών έμοί δέ καρπόν γενέσθαι τής περί σέ θεραπείας άλήθειαν έν τοίς περί θεών δόγμασιν έν θεουργία τελειότητα πάντων έργων οίς προσερχόμεθα περί τάς πολιτικάς καί στρατιωτικάς τάξεις άρετήν μετά τής Άγαθής Τύχης καί τό τού βίου πέρας άλυπόν τε καί εύδόκιμον μετά τής Άγαθής Έλπίδος τής έπί τή παρ' ύμάς πορεία.