ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

1. Τά παιδία, έπί παραδείγματι, ένθυμούντο τά κοινά φροντιστήρια, είς τά όποία όλα μαζί έδιδάσκοντο τάς άρετάς, μέ κοινήν εύχαρίστησιν, ένθυμούντο τάς γλυκείας καί όρθάς συμβουλάς τών καθηγητών των, ένθυμούντο τά βραβεία, όπού έλάμβανον είς τά χρηστά έργα των, καί τούς στεφάνους είς τήν προκοπήν των, τήν άγάπην καί εύνοιαν τών μεγαλειτέρων, τάς περιδιαβάσεις των, καί τέλος πάντων, μέ τήν λέξιν τής Πατρίδος ένθυμούντο τήν άληθή εύδαιμονίαν των. Οί νέοι έπρόσθετον είς τά ρηθέντα τούς πολεμικούς άγώνας, τήν δόξαν τών άρμάτων, τήν άνωτάτην χαράν τής κοινής ύπολήψεως, τήν έλπίδα τής ταχέας συναριθμήσεώς των είς τόν κατάλογον τών συμπολίτων καί τών διαυθεντευτών τής πατρίδος, τούτο, όλοι όμού, είς τήν πατρίδα των μόνον εύρισκον τήν εύτυχίαν των, καί δι' αύτήν μόνον έφύλαττον τήν
ζωήν των, τή όποίαν έθυσίαζον είς κάθε της χρείαν. Θαυμάζουν οί δούλοι, βλέποντες τούς έλευθέρους στρατιώτας νά άψηφώσι τοσούτον τόν θάνατον, καί νά όρμώσι μέ άνέκφραστον θάρρος είς άπάντησίν του. Δέν μού φαίνεται, λοιπόν, άχρηστον, νά σάς φανερώσω έν συντόμω τάς αίτίας, μάλιστα νομίζω, νά είναι άναγκαιότατον, διά νά μάθωσιν όσοι τό άγνοούσι, ότι ό έλεύθερος άγαπά τήν ζωήν του, ώς καί ό δούλος, καί περισσότερον. Αν δέ, είς διαυθέντευσιν τής πατρίδος του, μέ τόσην άδιαφορίαν τήν θυσιάζει καί μέ εύχαρίστησιν, αύτό άκολουθεί μέ τό νά άγαπά περισσότερον τήν πατρίδα του άπό τήν ζωήν του, ή διά νά είπώ καλλίτερα, μέ τό νά μήν ξεχωρίζη τήν πατρίδα του άπό τήν ζωήν του, τό όποίον είς τούς δούλους δέν εύρίσκεται. 'Η ύπαρξις, βέβαια, είναι κατά πολλά γλυκεία, καί ή ζωή είναι τό τιμιώτερον πράγμα είς τόν άνθρωπο. 'Ανόητος, λοιπόν, ήθελεν είναι όποιος δέν τήν νομίζει τοιαύτην. 'Αλλά, πώς τοσούτοι, διά μικρόν τι, κινδύνεύουν αύτήν τήν ζωήν των, καί ούκ όλίγοι αύτόκτονοι άποκαθίστανται; 'Οθεν, είναι φανερόν, ότι άν καί ή 

καί τήν άνέκφραστον χαράν τής φιλίας. Οί άνδρες, παρομοίως, έκτός τών ρηθέντων, ένθυμούντο τήν έμπιστοσύνην τών ώραίων συμβίων των, τούς γλυκυτάτους καρπούς τού γάμου των, καί τά τοιαύτα. Οί γέροντες, τέλος πάντων, ένθυμούντο τήν δικαιοσύνην, τήν εύλάβειαν πρός τούς νόμους καί τό σέβας είς αύτούς. 'Ολα τά άγαθά τής ζωής των, διά μιάς λέξεως, έπαρησιάζοντο είς τάς ίδέας των, καί ή βεβαία άθανασία τού όνόματός των εύφραινε τάς καρδίας των.

ζωή, είναι τό τιμιώτερον πράγμα τού άνθρώπου, ή εύτυχία όμως καί τό καλώς έχειν του είναι πολλά περισσοτέρας τιμής άξια καί άπό αύτήν τήν ίδίαν του ζωήν. 'Η ύπαρξις εύφραίνει, όταν ό άνθρωπος ζή εύχαριστημένος καί όταν χωρίς θλίψεις καί βάσανα, άπερνά τόν καιρόν τής ύπάρξεώς του έλευθέρως, μέ ήσυχίαν, χωρίς κυρίους ούτε τών έργων του, ούτε τών λόγων του, τέλος πάντων, όταν ζή εύτυχής. 'Αλλ' όποίαν ήδύτητα ήμπορεί νά εύρη ό ταλαίπωρος δούλος είς αύτήν τήν ζωή του, όταν ούτε νά όμιλήση, ούτε κάν νά στοχασθή ήμπορεί, ώς βούλεται; Διά νά φυλαχθή όμως τό άνθρώπινον γένος είς τοσαύτας δυστυχίας, καί διά νά μήν αύτοφονευθούν οί περισσότεροι, όντας ύπό τής δουλείας, τό ύπέρτατον Ον έμφύτευσεν είς τάς καρδίας όλων τών άνθρώπων μίαν κλίσιν πρός τό βελτίον, δηλαδή τήν έλπίδα, έπειδή μού φαίνεται άδύνατον, ώ 'Ελληνες, νά ήμπορούσε νά ζήση ό δυστυχής, καί μάλλον ό δούλος ούτε μίαν ήμέραν, άν αύτό τό φυσικόν δώρον, αύτή, λέγω, ή έλπίς δέν ήθελε τόν παρηγορή διηνεκώς, καί δέν ήθελε τού βαστά, διά νά είπώ ούτως, τήν θανατηφόρον μάχαιραν, τόσας φοράς, όσάκις ή δυστυχία του τόν βιάζει, νά τήν κινήση έναντίον του.

'Οταν όμως ή δυστυχία ύπερβαίνη τάς δυνάμεις τού πάσχοντος, τότε ή έλπίς παύει, καί ό πάσχων θανατούται. Μία άσθένεια, παραδείγματος χάριν, άνίατος καί πολυχρόνιος καί άνυπόφορος, άποκαταστεί αύτόκτονα τόν άρρωστον, καθώς φονεύει ένα γεννήτορα μία βεβαία
καί μεγάλη ένδεια, ή όποία ύστερεί τήν ζωοτροφίαν τών τέκνων του καί τής συζύγου του. Τά πάθη, πρός τούτοις, τής ψυχής, μέ τά όποία είναι πεπροικισμένος ό άνθρωπος, έχουν τήν ίδίαν δύναμιν, καί συχνάκις πολλά μεγαλειτέραν, άπό τάς καθ' αύτό χρείας τού άνθρώπου, καί διά τούτο βλέπομεν πολλάκις ένα έραστήν νά φονεύεται διά τήν άπιστίαν τής φίλης του, καθώς καί ένας φιλάργυρος θανατούται, όταν τού κλεφθή ό θησαυρός του, καί ούτως καθεξής. Φανερόν είναι λοιπόν, ότι τά πάθη καί αί δυστυχίαι, όταν αύξάνουσι περισσότερον άπό τάς δυνάμεις τού πάσχοντος, τότε ή έλπίς άφανίζεται, καί έξακολούθως ό πάσχων φονεύεται. 'Αλλά, τά πάθη καί αί φυσικαί κλίσεις καί διαθέσεις τών άνθρώπων είναι διάφοροι καί πολυποίκιλοι, διά τούτο, άλλος μέν τρέχει μέ θάρρος καί χωρίς φόβον έναντίον δέκα έχθρών, εύρισκόμενος δέ αύτός ό ίδιος είς ταξίδιον διά θαλάσσης, τρέμει είς κάθε παραμικρόν αύξημα τού άνέμου, καί ό ναύκληρος, έξ έναντίας, όπού τόσον μεγαλοψύχως πολεμεί μέ τάς τρικυμίας, φοβείται νά άπαντήση ένα έχθρόν καί νά πολεμήση. Ποίος, μέ άκραν ήσυχίαν καί άδιαφορίαν, μονομάχεται συχνά, καί θεωρεί μέ όμμα άπτόητον τόν θάνατόν του είς τό άκρον τού άντικειμένου άρματος, άλλά φεύγει άπό τό στρατιωτικόν σώμα άπέναντι τού έχθρού. Καί ούτως, καθείς διαφέρει τού άλλου. 'Ανάμεσα όμως είς τά άνθρώπινα πάθη, τό μόνον όπού νά παρακινή όλους όμοίως, καί τό άνώτερον, είναι ή φιλοδοξία. Διά μέσον τής άληθούς φιλοδοξίας, άποκαθίστανται ήρωες οί έλεύθεροι, τών όποίων όλη ή δόξα συνίσταται είς τήν διαυθέντευσιν τής πατρίδος των καί τής έλευθερίας των. Τή άληθεία προξενεί θαυμασμόν, είς όποιον στοχάζεται τά όσα βλέπει νά άκολουθούν, καί τά όσα οί ίστορικοί διηγούνται νά ήκολούθησαν, νά βλέπη, λέγω, νά πολεμούν δούλοι μέ δούλους, έλεύθεροι μέ έλευθέρους, καί δούλοι μ' έλευθέρους, νά φονεύωνται άλλήλων των τόσον άσπλάγχνως, καί, τάς περισσοτέρας φοράς, χωρίς μεγάλας αίτίας. Τί, άραγε, νά τούς παρακινή είς αύτόν τόν άμοιβαίον άφανισμόν, ώ 'Ελληνες;

Διά μέν τούς έλευθέρους, λοιπόν, θέλει παύσει ό θαυμασμός σας, άφού ένθυμηθήτε τά άνω ρηθέντα περί αύτών, άφού, λέγω, στοχασθήτε, ότι ό έλεύθερος είναι παρακινημένος άπό τήν δόξαν. Αύτός φονεύεται διά νά διαυθεντεύση τήν πατρίδα του, θυσιάζεται διά νά διαφυλάξη τούς νόμους του, καί πολεμεί διά νά διατηρήση τήν έλευθερίαν του. 'Ο έλεύθερος, ώ 'Ελληνες,
δέν ήξεύρει νά ζήση άλλεωτρόπως, είμή έλευθέρως' λοιπόν, άγοράζει τήν ζωήν του, διά νά είπώ ούτως, μέ τόν θάνατόν του, ούτε κάν άμφιβάλλει, ότι άνευ έλευθερίας είναι ζωή δι' αύτόν.
'Ο έλεύθερος λαός, ώ άγαπητοί μου, ήμπορεί νά παρομοιασθή είς μίαν φαμιλίαν. Οί νόμοι είς τούς πολίτας είναι ώς οί γεννήτορες είς τά ίδιά των τέκνα, καί καθώς αύτά έλαβον άπό τήν ίδίαν φύσιν τό άπαραίτητον χρέος είς τό νά διαυθεντεύσουν τούς γονείς των, ούτως καί οί συμπολίται διά μέσον τής έλευθερίας χρέος έχουσι νά διαυθεντεύσωσι τούς νόμους τής πατρίδος των. 'Αλλά ποίος δέν διαυθεντεύει τήν μητέρα του; 'Εγώ νομίζω, νά μήν άτιμάζη τό άνθρώπινον γένος, καί νά εύρίσκεται έν τόσο μισητόν τέρας έπάνω είς τήν γήν. Ούτως λοιπόν, άν ό έλεύθερος διαυθεντεύη τήν πατρίδα του, μέ τό ίδιό του αίμα, κάμνει τό χρέος του.

Καί, καθώς άν, νυκτός, είσέλθουν κλέπται είς οίκον τινά, τά δέ τέκνα διαυθεντεύοντας τούς γεννήτοράς των καί τήν περιουσίαν των, ήθελαν φονευθή όλα, καθείς χωρίς ποσώς νά θαυμάση, ήθελεν έπαινέσει μόνον τήν άξιότητα καί εύγνωμοσύνην τών τέκνων, πολλά περισσότερον δέν πρέπει νά θαυμάση τινάς, όταν θεωρή τους έλευθέρους νά όρμώσι κατά τών έχθρών των, διότι αύτοί διαυθεντεύουσι τήν πατρίδα των, άπό τήν όποίαν πάντοτε άγαπήθησαν, είς αύτήν άνετράφησαν, άπό τούς νόμους της έδικαιώθησαν, καί είς αύτήν μόνον χαίρονται τήν άληθή άνθρωπίνην εύδαιμονίαν. Πώς ήμπορεί ό έλεύθερος, ώ 'Ελληνες, νά άκούση τόν πολεμικόν ήχον τής σάλπιγγος καί νά μείνη άκίνητος; Πώς, λέγω, νά μήν όρμήση ό υίός έναντίον τού έχθρού, όπού μέλλει νά φονεύση τήν μητέρα του; Πού μένει τόπος τής φιλοζωίας, όπου είσέρχεται ό θείος καί ήρωΐκός ένθουσιασμός τής έλευθερίας; Πού στοχάζεται
τόν θάνατο ό έλεύθερος, όταν βλέπη νά πλησιάζουν είς τήν πατρίδα του αί φοβεραί άλύσοι τής δουλείας; 'Ε! άδύνατον είναι, όμογενείς μου άγαπητοί, άδύνατον βέβαια είναι νά περιγραφθούν όσον αίσθάνονται, έκείνη ή μεγαλοψυχία, τό θάρρος, ή άνδρεία, καί ή χαρά, όπού μόνον είς τούς έλευθέρους φαίνονται, όταν ό άρχιστράτηγος κράζη: άγωμεν, συμπολίται, κατά τών έχθρών! άς ύπάγωμεν νά διαυθεντεύσωμεν τήν γλυκυτάτην μας πατρίδα, άς δειχθώμεν εύγνώμονες είς τάς καθημερινάς χάριτας, όπού μέ τήν έλευθερίαν μάς δίδει, καί άς έκτελέσωμεν τό χρέος μας.

'Ο πατήρ χαίρεται, βλέποντας τήν προθυμίαν τού υίού του, είς τό νά λάβη τά άρματά του, καί νά τρέξη κατά τών έχθρών, ό νέος αίσθάνεται είς τήν καρδίαν του βαθμηδόν νά αύξάνη ό πατριωτικός καί τής δόξης έρως, θεωρώντας τόν πατέρα του νά ήτοιμάζεται, αί μητέρες καί άδελφαί, μέ άμίμητον ήδονήν, βλέπουσι τόν ένθερμον ζήλον τών υίών των καί άδελφών των
είς τό νά διαυθεντεύσουν τήν κοινήν μητέρα των. Τά παιδία καί οί γέροντες, μέ εύχάς καί φωνάς άγαλλιάσεως, δεικνύουσι τήν εύχαρίστησίν των. 'Ω! θέατρον εύφροσύνης, ώ καλότυχοι, όπού είναι οί έλεύθεροι! 'Εκείνοι οί θαυμαστοί Σπαρτιάτες, ώ 'Ελληνες, είχον άμιλλαν άναμεταξύ των, είς τό νά προπορευθώσι κατά τών έχθρών, καί καθείς έποθούσε νά πρωτοχύση τό αίμα του διά τήν πατρίδα, έκείνοι λέγω οί όλίγοι, άλλ' έλεύθεροι Σπαρτιάτες, έκαμαν νά τρομάξουν όλοι οί έχθροί των, καί όλα τά πλήθη τών βαρβάρων, καί ούτως έφύλαξαν τήν έλευθερίαν τους διά πολλούς αίώνας. 'Εκείνοι οί ήρωες, όταν έκπορεύοντο πρός άπάντησιν τών έχθρών των, αί ίδιαι μητέρες έδιδαν αύτών τάς περικεφαλαίας, καί τών έλεγον, «ή έπιστρέψετε μέ αύτάς είς τήν κεφαλήν, ή έπάνω είς αύτάς», έπειδή έσυνήθιζον τούς έν πολέμω θανόντας, νά φέρωσιν έπάνω είς τάς ίδίας των περικεφαλαίας, καί κανείς έτι ζών
δέν ήδύνατο νά παραιτήση τά άρματά του, διά τήν άκραν άτιμίαν, όπού μία τοιαύτη δειλία έπροξενούσεν είς όποιον ήθελε τήν κάμει. Τό κοινόν χρέος ύποχρεοί τούς έλευθέρους άνδρας,
ή νά νικήσουν, ή νά άπεθάνουν. 'Αλλοίμονον, ώ 'Ελληνες, είς τούς λιποτάκτας καί αύτομόλους! Αύτοί είς τούς προγόνους μας δέν ήμπορούσαν πλέον νά χαρούν ούδένα άπό τά νόμιμα δίκαια τών συμπολίτων, αύτοί έμισούντο, όχι μόνον άπό τούς λοιπούς συμπατριώτας των, άλλά καί άπό τούς ίδίους των γεννήτορας. Οί συγγενείς των έντρέποντο, όταν ήκουον τά όνόματά των,
εί μέν ήτον άγαμοι, κανείς δέν τούς έδιδε τήν θυγατέρα του διά γυναίκα, καί άν ήτον ύπανδρευμένοι, έβδελύττοντο άπό τάς ίδίας των συζύγους καί άπό αύτά τά ίδια τέκνα των.

Πώς, λοιπόν, νά μήν προκρίνη ό έλεύθερος χίλιας φοράς καλλιότερα τόν θάνατον, άπό μίαν τοιαύτην άτιμον ζωήν, καί νά φύγη; Μήπως τού έμνησκεν ίσως έλπίδα νά σμικρύνη τήν άτιμίαν του, διά μέσου τών προγόνων του; 'Ε! τά τοιαύτα ούτιδανά μέσα, όπού ύπό τής δουλείας άνθίζουν, ώς ούδέν λογίζονται είς τάς έλευθέρας πολιτείας, καί όχι μόνον ό δειλός έκατάσταινε τόν έαυτόν του τόσον άτιμον, άλλά διεδίδετο τοιαύτη άτιμία καί είς τούς άπογόνους του, είς τρόπον, όπού τά τέκνα του τόν άναθεμάτιζον καί έντρέποντο νά κράζωνται υίοί του, έως όπού άφ' έαυτού των, μέ κανένα άξιον έργον, ήθελαν ήμπορέσει νά ξαναλάβουν τήν χαμένην των δόξαν καί κοινήν ύπόληψιν. Διά τούτο λοιπόν ό έλεύθερος, παρακινημένος άπό τό έν μέρος άπό τήν άγάπην τής πατρίδος του καί άπό τήν πρός αύτήν εύγνωμοσύνην του, άπό τό άλλο δέ πεφοβισμένος άπό τήν άφευκτον άτιμίαν καί κοινήν καταφρόνησιν, δέν αίσθάνετο ποσώς τά άνάξια κεντήματα τής δειλίας, ούτε έστοχάζετο κάν είς τήν ζωήν του, άλλά μόνον είς τήν δόξαν τής νίκης καί είς τό χρέος τό πατριωτικόν.

'Ιδού, όπού παύει ό θαυμασμός, ώ 'Ελληνες, ώς πρός τούς έλευθέρους, άν μέ τόσην άφθονίαν έκχύουσι τό αίμα των. Πόσον όμως πρέπει νά θαυμάζη τινάς, όταν βλέπη, καί καθημερινώς τό βλέπει, τούς δούλους νά φονεύωνται είς τούς πολέμους, χωρίς νά ήξεύρουν τό διατί, έκείνους, λέγω, τούς ταλαιπώρους στρατιώτας, οί όποίοι μέ βίαν καί δυναστείαν άρπάζονται διά προσταγής τών σκληρών τυράννων των άπό τάς πτωχικάς των οίκίας, καί άκουσίως βαδίζουν είς άφευκτον έσφαγιασμόν, έκείνους τούς άθλίους, λέγω, καί μισθωτούς αίχμαλώτους καί έπί ζωής των άνελευθέρους, οί όποίοι άπό τήν νεότητά των μέχρι τού έσχάτου γήρατός των τυραννούνται καί βασανίζονται, κακώς ένδυμένοι, καί συχνώς ραβδισμένοι, ούσα ή τροφή των πολλά χειροτέρα άπό έκείνην τών ίδίων άλόγων ζώων, χωρίς ποτέ νά 'λπίζουν, βεβαίως, βραβεία είς τά άξια κατορθώματά των, χωρίς νά είναι κύριοι τού έαυτού των, όχι είς τό νά πράξουν κατά τήν θέλησίν των, άλλ' ούτε κάν νά όμιλήσουν, πάντοτε ύβρισμένοι καί καταφρονημένοι, ύποφέροντες μίαν άδικον καί βιαστικήν παρθενίαν, καί γηράζοντες, χωρίς νά ήμπορούν νά είπούν ότι έζησαν. Τόσον πλήθος, λέγω, ταλαιπώρων θνητών, όπού τά άφευκτα έλαττώματα μιάς ζωής, παντάπασιν όκνηράς, φθείρουν τά ήθη τόσον πολίτων, οί όποίοι είς έλευθέραν πολιτείαν ήθελον ήτον οί τιμιώτεροι καί ένδοξότεροι πάντων, τέλος πάντων, τόσους δούλους, οί όποίοι δέν γνωρίζουν, ούτε έχουν πατρίδα. Πότε, παραδείγματος χάριν, ό άθώος έφυλάχθη άπό τούς νόμους; Πότε έτόλμησεν κανείς άπό αύτούς νά φωνάξη μέ θάρρος έμπροσθεν όλων τών έχθρών του: «Ούχί! δέν σάς φοβούμαι, έγώ είμαι διαυθεντευμένος άπό τούς νόμους, οί όποίοι θέλει σάς τιμωρήσουν διά τήν συκοφαντίαν σας»;

Ούδέποτε, άγαπητοί μου. Αύτοί δέν είδον κάν τό πρόσωπον τού κυρίου των, καί τρέμουσι είς κάθε προσταγήν του, χωρίς νά γνωρίσωσι τήν αίτίαν. Αύτοί λοιπόν, οί τόσον βδελυκτοί άνθρωποι, καί ένταυτώ τόσον άξιοι συμπονέσεως, φονεύονται καί αύτοί, καί όρμούσι κατά τών έχθρών. Βέβαια, μεγάλη είναι ή άναισθησία αύτών τών δούλων, καί ώφέλιμον είναι νά έρευνήσωμεν τάς αίτίας, διά νά μήν θαυμάζωμεν πλέον ούτε δι' αύτούς.

'Απεδείχθη άνωτέρω, ότι ό έλεύθερος άνθρωπος φονεύεται είς τόν πόλεμον έκουσίως διά δύο άφορμάς, διά εύγνωμοσύνην δηλαδή πρός τήν πατρίδα του, καί διά τιμήν καί δόξα τού γένους του, ήτοι τού έαυτού του. 'Αλλά είς τούς δούλους άμφότερα δέν έχουν τόν τόπον τους, έπειδή ούτε πατρίδα, ούτε τιμήν έχουσιν οί ταλαίπωροι. Τήν πατρίδα των τήν έπώλησαν τής ίδίας άτιμίας, όπού είς τόν θρόνον εύρίσκεται, καί έξακολούθως αύτοί, ώ 'Ελληνες, δέν ήμπορούσι νά έχωσι τήν άληθή τιμήν, ή όποία συνίσταται είς τήν κύρωσιν τών νόμων καί τών λοιπών συμπολίτων είς τάς κατά μέρος πράξεις τού καθενός' είς αύτούς φθάνει ή κύρωσις μόνο τού τυράννου, διά νά καταστήση χρηστά τά πλέον βδελυκτά έργα.

'Αλλη, λοιπόν, δέν είναι ή αίτία, όπού τούς παρακινεί νά θυσιάζωνται τόσον άνοήτως, είμή ό φόβος. 'Η φύσις, άδελφοί μου, όπού έμφύτευσεν είς τάς καρδίας μας τήν κλίσιν πρός τό βελτίον, ήτοι τήν έλπίδα, διά νά μάς φυλάξη άπό ένα άφευκτον καί γενικόν άφανισμόν, ώς άνωθεν είπον, μετά τής έλπίδος, ή ίδία φύσις, διά νά μήν μάς άποκαταστήση παντάπασιν άναισθήτους, μάς έδωσεν τήν ύποψίαν πρός τό χείρον, ήτοι τόν φόβον.

'Ο μέν έλεύθερος, λοιπόν, ούτε έλπίζει, ούτε φοβείται είς τό ό,τι μέλλει νά πράξη, διότι είναι βέβαιος, καί πολλά βέβαιος, ότι, άν πράττη καλώς, ήτοι κατά τάς νομικάς διαταγάς, βραβεύεται, καί άν πράττη έναντίον αύτών, παιδεύεται. 'Αλλ' ό δούλος έξ έναντίας, άπό μίαν ώραν είς άλλην, άπερνά άπό μεγάλας έλπίδας είς άκρον φόβον, όντας βέβαιος καί αύτός, καί
πολλά βέβαιος, ότι ή καλώς, ή κακώς πράξη, ποτέ μέν βραβεύεται, ποτέ δέ θανατούται, ώσάν όπού είναι άδύνατον νά προΐδή τού τυράννου τήν θέλησιν, ή όποία μεταβάλλεται κάθε στιγμήν.
Καθώς ούν ή έλευθερία άποκαταστεί τόν άνθρωπον γενναίον, ένάρετον καί φιλοπάτριδα, ούτως καί ή τυραννία τόν άποκαταστεί ούτιδανώτερον τών ίδίων άλόγων ζώων, καθώς κατωτέρω δειχθήσεται, καί τοσούτον οί δούλοι χάνουν τό άνθρώπινον λογικόν, όπού πάντοτε φοβούνται τό ό,τι δέν ήμπορεί νά τούς φοβίση. Πλήν, ή άναισθησία των τούς κρύπτει τήν άλή-
θειαν.

'Ο τύραννος τρέμει, έπειδή αύτός μόνον γνωρίζει τήν καθαυτό άδυναμίαν μιάς άπολελυμένης άρχής, καί κάθε φοράν όπού βλέπει τούς τυφλούς δούλους του, βλέπει ένταυτώ τήν βρωμεράν ζωήν του νά κρέμαται άπό έν πτενόν ράμα, καί πάντοτε λέγει είς τόν έαυτόν του: «'Ε! άν αύτοί προφέρουν μίαν φοράν τό όχι, ή δύναμίς μου τελειούται.» Πλήν, ματαίως καί οί περισσότεροι άπό αύτά τά τωρινά τέρατα φοβούνται, ώσάν όπού οί δούλοι τους είναι τόσον κεχαυνωμένοι καί πεφοβισμένοι, όπού ούτε κάν γνωρίζουν πώς ύπόκεινται. Αύτός, λοιπόν, ό φόβος, ό στερεώτερος στύλος τής τυραννίας, αύτός, ώ 'Ελληνες, όδηγεί τούς δούλους είς τόν πόλεμον. Καί, έπειδή όλοι οί δούλοι είς αύτόν παρομοίως ύπόκεινται, ούτως ό δεύτερος άκολουθεί τά βήματα τού πρώτου, καί ό τρίτος τού δευτέρου μέχρι τού έσχάτου. 'Υπάγουν, πολεμούσι, κοπιάζουν, φονεύονται, τέλος πάντων, χωρίς νά ήξεύρουν ούτε διατί έπήγαν, ούτε διατί δέν έπρεπε νά ύπάγουν.

'Αν όμως ή άναισθησία των καί ό φόβος τούς φέρη είς τόν πόλεμον, ή δειλία, ώς άναγκαία έξακολούθησις τής δουλείας, εύθύς ξεσκεπάζει τόν χαρακτήρα των, καί ούτως πάντοτε βλέπομεν πολυάριθμα στρατεύματα δούλων, όταν εύρίσκουσιν άνθίστασιν, εί καί παραμικράν, εύθύς νά φεύγουν. Οί δούλοι δέν κάμνουσιν άλλην φοράν, βέβαια, τό χρέος των καλλιότερα,
παρά όταν φεύγουν. Καί διατί νά μήν φύγουν οί ταλαίπωροι; 'Ισως διά τούς τρείς, ή τέσσαρες όβολούς, όπού ό τύραννός των τούς δίδει διά μισθόν; ή διά τόν φόβον τής άτιμίας; Αύτοί, καί νικηταί καί νικημένοι, τόν μισθόν τους θέλουν τόν έχει, καί νικηταί καί νικημένοι άτιμίαν δέν φοβούνται, ούτε τιμήν έχουν. 'Η μήπως έχουν, τέλος πάντων, συγγενείς, φίλους καί πατρίδα,
όπού νά τούς παρακινήσουν; Αύτοί οί δυστυχείς είναι άγορασμένοι άπό τόν τύραννόν τους, ώσάν τόσα βόδια ή άλογα.

Φεύ! ώ άνυπόφορος έντροπή τής άνθρωπότητος! 'Εως πότε ή φωνή τής φιλοσοφίας θέλει λαλεί τήν άλήθειαν ματαίως! 'Εως πότε οί άνθρωποι νά άτιμάζουν τήν άνθρωπότητα! Οί δούλοι, ώ 'Ελληνες, φυλάττουσιν είς τήν φυσιογνωμίαν των τά χαρακτηριστικά σημεία τής δουλείας των, καί κάθε έλεύθερος μέ μεγάλην εύκολίαν γνωρίζει τόν δούλον. 'Η δειλία είναι τό πρώτον καί άφευκτον σημείον είς αύτούς, ή όποία αύξάνει είς τάς ίδέας των κάθε παραμικρόν κίδυνον, καί κάθε δύσκολον έπιχείρημα δι' αύτούς είναι άδύνατον. Διά τούτο, καί ό θαυμαστός τών 'Αθηνών άρχιστράτηγος, γνωρίζοντας νά εύρίσκοντο μερικοί ξένοι δούλοι, καί δειλοί, άνάμεσα είς τούς έλεύθερους στρατιώτας του, καί μέλλοντας νά συγκροτήση τήν μάχην μετά τών έχθρών, ήθέλησεν νά έβγάλη αύτά τά έμπόδια άπό τό στράτευμά του, καί έπιχειρίσθη τόν άκό-
λουθον τρόπον: «'Οποιος άπό έσάς», τούς λέγει, «ώ στρατιώται, κατά τύχην άλησμόνησε κανένα πράγμα του είς τήν πόλιν, άς ύπάγη νά τό πάρη, καί έπειτα άς ξαναγυρίση», είς τρόπον όπού όλοι οί δειλοί μέ αύτήν τήν πρόφασιν άνεχώρησαν. Καί τότε αύτός έφώναξεν: «'Ιδού, συμπολίται μου, όπού είμεθα έλεύθεροι άπό αύτά τά βάρη. Οί άνανδροι έφυγον, καί ή νίκη είναι βεβαία διά ήμάς». Καθώς καί ήκολούθησεν. 'Αν κανένας άρχιστράτηγος δούλων ήθελε κάμει τοιαύτην δοκιμήν είς τούς στρατιώτας του, βέβαια δέν ήθελεν έκχυθή αίμα μέ τελειότητα, ώσάν όπού όλοι ήθελαν έπιστρέψει είς τήν πολιτείαν. 'Ο έλεύθερος όμως, ώ 'Ελληνες, λέγει: «'Αν έγώ δέν διαυθεντεύσω τήν πατρίδα μου, ποίος θέλει διαυθεντεύσει έμένα; 'Εγώ είς αύτήν έλπίζω τήν εύτυχίαν μου. 'Εγώ είς τόν ναόν της ώρκίσθην, ένώπιον όλων μου τών άδελφών, νά άπεθάνω δι' αύτήν, πώς νά γίνω έπίορκος; 'Εγώ είς τήν γήν της έχυσα τούς ίδρώτας μου, πώς νά άφήσω τούς καρπούς της είς χείρας άλλοτρίων; 'Εγώ, τέλος πάντων, είμαι έν μέρος τού όλου, πώς νά τό άσχημίσω μέ τήν έλλειψίν μου; Τό χρέος μου είναι άπειρον πρός αύτήν, οί φίλοι μου μέ κράζουν, οί συγγενείς μου μέ βιάζουν, τά τέκνα μου μέ παρακαλούν, ή έλευθερία μ' έγκαρδιώνει. Καί έγώ, νά μείνω άμέτοχος τών βραβείων, όπού τυχαίνουν είς τούς νικητάς; Νά χάσω έγώ τόν στέφανον τής δόξης διά δειλίαν καί άτιμον φιλοζωίαν; Τί είναι, τέλος πάντων, αύτός ό θάνατος, είμή ή ύστέρησις τής ζωής; 'Αλλά, πώς ήμπορώ έγώ νά ζήσω, χωρίς πατρίδα; 'Ισως είναι ή λύπη δι' αύτήν τήν ύστέρησιν; 'Αλλ' ήθελεν είναι άνοησία, νά λυπήται τινάς διά ένα κακόν, όπού άκόμη δέν ήθελε τού συνέβη, καί όταν τού συμβαίνη ό θάνατος, τότε δέν είναι πλέον είς καιρόν νά λυπηθή. 'Οθεν, έκατόν φοράς προκρίνω νά έκχύσω τό αίμα μου είς τήν όδόν τής δόξης καί είς διαυθέντευσιν τής πατρίδος μου, παρά νά τελειώσω τήν ζωήν μου είς τό κρεββάτι, όπού άποθνήσκει τινάς, διά νά είπώ ούτως, πρίν χάση τήν ζωήν του. 'Ε! αύτή ή ζωή μου είναι έν δώρον της. 'Εγώ έζησα ύποκάτω είς τούς νόμους της, έπια τά ύδατά της, έφαγα τούς καρπούς της. Πρέπει, λοιπόν, νά τήν διαυθεντεύσω, καί ώς θνητός, πλήν άληθής συμπολίτης, νά άποκαταστήσω έπωφελή καί τό ίδιον τέλος τής ζωής μου. 'Η νίκη, ή ό θάνατος άς μέ στέψωσιν, καί άς φύγη μακρόθεν άπό έμέ κάθε δειλός στοχασμός. Ναί, πατρίς μου ίερά, έγώ τρέχω πρός διαυθέντευσίν σου, άμποτες νά άποδειχθώ εύγνώμων είς τάς χάριτάς σου καί νά συναριθμηθώ είς τόν κατάλογον τών διαυθεντευτών σου».

Τοιουτοτρόπως, άδελφοί μου, όμιλεί ό έλεύθερος, όταν εύρίσκεται άρματωμένος πρός διαυθέντευσιν τής πατρίδος του, καί τοιουτοτρόπως έκπληρούσιν οί έλεύθεροι τό χρέος των πρός τούς συμπολίτας των, πρός τήν πατρίδα των, πρός τούς συγγενείς των, καί πρός τούς
φίλους των. Λέγω πρός τούς φίλους των, έπειδή ή φιλία, ύπό τής νομαρχίας, είναι ένα άπό τά κυριώτερα μέσα τής άνθρωπίνης εύδαιμονίας. 'Η τυραννία, ώ 'Ελληνες, άνάμεσα είς τά τόσα καλά, όπού ύστερεί τής άνθρωπότητος, κατασταίνει πρός τούτοις καί τήν φιλίαν έν κτήμα έπικίνδυνον. 'Η φιλία, άδελφοί μου, γεννάται άπό τήν όμοιότητα τών ήθών τε καί ίδεών δύο ύποκειμένων, καί αύτό άκολουθεί κατά τό μάλλον καί ήττον, είς τρόπον όπού θέλοντας ό ένας ό,τι θέλει καί ό άλλος, άγαπώνται άμοιβαίως, καί τοιαύτην άγάπην ούδέν μέσον είναι ίκανόν νά τήν διαλύση, ούτε ή ίδία τυραννία δύναται νά σμικρύνη τήν δύναμίν της, άλλ' έξεναντίας, καί ό καιρός καί ή άπουσία περισσότερον τήν στερεούσι, καί άσφαλεστέραν τήν άποκαθιστώσι. 

Αί δυστυχίαι τού ένός φίλου λογιάζονται ώς ίδιαι παρά τού άλλου, καί άμφότεροι χαίρονται είς τάς ξεχωριστάς των εύτυχίας. 'Ο ένας κινδυνεύει τήν ζωήν του, διά νά έλευθερώση έκείνην τού φίλου του, ό άλλος έξοδεύει όλην τήν περιουσίαν του, διά νά φυλάξη τόν φίλον του, καί έν ένί λόγω, είς δύο άληθείς φίλους τά πάντα είναι κοινά, κατά τό ρητόν τού μεγάλου Πυθαγόρα. 

'Ω, πόσα παραδείγματα μάς παρασταίνει ή ίστορία πρός τιμήν τής φιλίας, άπό τά όποία δέν ήμπορώ νά σιωπήσω τό άκόλουθον. Βασιλεύοντος Διονυσίου τού Τυράννου είς Συρακούζην, έσυκοφαντήθη πρός αύτόπαρά τινος προδότου ένας ένάρετος άνθρωπος, ένωμένος μέ τούς ήδυτάτους δεσμούς μιάς είλικρινεστάτηςφιλίας. 'Ο τύραννος ούν, κατά τήν συνήθειαν τών έπί
θρόνου καθημένων, καταδικάζει τόν άθώον είς θάνατον, καί δέν καταδέχεται ούτε κάν νά τόν ίδή, όχι δέ νά τόν άκούση. Μανθάνει ό άθώος τήν άπόφασιν, χωρίς έκπληξιν, ώσάν όπού έγνώριζε, ότι οί δούλοι ύπόκεινται είς τό νά χάσουν τήν ζωήν των είς κάθε στιγμήν, καί κατά τήν όρεξιν τού τυράννου. Δέν λυπείται δι' άλλο τι, είμή μόνον, ότι άφηνε τάς ύποθέσεις του είς άκραν άταξίαν. Διό τρέχει πρός τόν τύραννον, καί μετά δακρύων τόν παρακαλεί, νά άναβάλη τόν καιρόν τού θανάτου του διά όλίγας ήμέρας, καί νά τού δώση τήν άδειαν νά ύπάγη είς τήν
πατρίδα του, διά νά διορθώση τάς ύποθέσεις τού σπιτίου του, καί έπειτα μέ όρκον τού τάζει νά ξαναγυρίση, διά νά λάβη τόν θάνατον. 'Ο τύραννος, λοιπόν, τού άπεκρίθη, ότι ήθελε τού κάμει τοιαύτην χάριν, πλήν ύπωψίαζε, μήπως δέν ήθελεν έπιστρέψει, καί διά τούτο άν ήθελε τού προσφέρει ένα έγγυητήν - τόν όποίον νά ήθελε θυσιάσει, άν αύτός ήθελε τόν ήπατήσει - τότε
ήθελε τού δώσει τήν άδειαν. 'Ακούσας δέ ό φίλος του αύτά, εύθύς τρέχει πρός τόν τύραννον, καί μετά χαράς τού λέγει, δεικνύοντας τόν έαυτόν του: «'Ιδού ό έγγυητής του. 'Εγώ μένω είς φυλακήν, έως είς τήν έπιστροφήν τού φίλου μου, καί είμαι έτοιμος νά θυσιασθώ είς έλλειψίν του». Τότε ό τύραννος έπροσδιώρισεν τήν ήμέραν, έως είς τήν όποία ήθελε τόν προσμείνει, καί παραχρήμα ό μέν πρώτος άνεχώρησεν, ό δ' άλλος έβάλθη είς φυλακήν. Καθείς ήμπορεί νά ίδεασθή τήν χαράν τής εύγνωμοσύνης καί τής εύπραξίας, όπού άμφότεροι αίσθάνθησαν. 'Επήγεν, λοιπόν, είς τό όσπίτιόν του καί μετά πάσης σπουδής έδιώρθωσε τάς ύποθέσεις του, δίδοντας δέ τόν ύστερινόν άσπασμόν είς τήν σύζυγόν του καί τέκνα του, ταχέως έπέστρεφεν πρός τόν τύραννον, καί έφθασεν πρίν τού τέλους τής προσδιωρισμένης ήμέρας. 'Αλλ' ό τύραννος, βλέποντας τοσαύτην έμπιστοσύνην, τρόπον τινά έκινήθη είς σπλάγχνος καί τούς ήλευθέρωσεν άμφοτέρους.

'Ιδού, ώ άγαπητοί μου, πόσον δύναται νά πράξη ή φιλία, όταν εύρίσκεται όντως ριζωμένη είς τάς καρδίας δύο ύποκειμένων. Στοχάζεσθε, ίσως, νά είχον αύτοί οί δύο φίλοι καρδίας δούλων; Ούχί, ώ 'Ελληνες! Αύτοί έφρονούσαν έλευθέρως, καί μόνον ύπόκειντο είς τόν τύραννον, καθώς τήν σήμερον άκολουθεί είς τούς περισσοτέρους τού γένους μας. Πώς είναι δυνατόν νά άνθίση
τοιαύτη φιλία είς σκλαβωμένας καί δούλας ψυχάς; Οί δούλοι, ώ 'Ελληνες, άν καί κατά συμβεβηκός συμφωνήσουν είς μερικάς ίδέας των, δέν ήμπορούν ποτέ νά συμφωνήσουν είς τόν κυριώτερον σκοπόν τού άνθρώπου, δηλαδή είς τήν άρχήν τής εύτυχίας των, ώσάν όπού
καθείς άπό αύτούς, εύρισκόμενος είς μίαν παντοτινήν άβεβαιότητα, φυλάττει καθείς ξεχωριστόν τρόπον είς τό νά ζή, καί έξακολούθως προσπαθεί διηνεκώς νά διαφθείρη τήν διαγωγήν του, καί νά τήν παρομοιάζη μέ τήν θέλησιν τού τυράννου, έπειδή τό πάν κρέμαται άπό αύτό τό βρωμερόν τέρας. 

'Οθεν, όποιος εύτυχεί, άγνοεί τό αίτιον, καθώς καί όποιος δυστυχεί. Ούχί δέ ύπό τής νομαρχίας άκολουθεί ούτως. 'Αλλ' άπαξάπαντες ποθούσιν έν καί τό αύτό πράγμα, ήγουν τήν άκριβή διατήρησιν τών νόμων, έξ ήν πηγάζει ή εύτυχία πάντων, καί διά τούτο, άν διαφέρουσι είς άλλας των ίδέας, είς τόν άναγκαιότερον όμως σκοπόν όμογνωμούσιν άπαντες. 'Ας έπανέλθωμεν λοιπόν είς τό προκείμενον. 'Εχοντες όλοι οί έλεύθεροι άνθρωποι τήν ίδίαν ζέσιν καί άγάπην είς τήν διοίκησίν τους, όταν ή χρεία τό καλή, όλοι όμοθυμαδόν τρέχουσι είς διαυθέντευσιν τής πατρίδος των, ήτοι τών νόμων των καί τής εύτυχίας των. Οί δούλοι δέ εύρισκόμενοι πάντοτε άσύμφωνοι, κανείς δέν ήμπορεί νά διαυθεντεύση τήν πατρίδα του, έκουσίως καί μέ πόθον, νομίζοντές την έν άλλότριον κτήμα, καί διά τούτο πάντοτε νικώνται. 

Είς αύτούς, άγαπητοί μου, λείπει τό κυριώτερον μέσον διά τήν νίκην, τούς λείπει, λέγω, ή όμόνοια, έπειδή, ώς προείπον, δέν έχουν όλοι τόν ίδιον σκοπόν, καί έν καιρώ βίας, ό δούλος δέν στοχάζεται δι' άλλο, είμή μόνον καί μόνον διά τόν έαυτόν του, καί είς τόν έαυτόν του μόνον εύρίσκει καί πατρίδα, καί συγγενείς, καί φίλους, καί τέλος πάντων τήν εύτυχίαν του. Καί μήν ήμπορώντας νά έλπίζη είς άλλο τι, ούτε δι' άλλο τι τόν μέλει, παρά διά τόν έαυτόν του, καί ούτως άκολουθεί: όπου δούλοι, έκεί καί άσυμφωνία, όπου δέ άσυμφωνία, έκεί καί όλεθρος.
Οί τύραννοι, ώ 'Ελληνες, μέ τό νά γνωρίζουν τήν άφ' έαυτών των άδυναμίαν, πάντοτε έπροσπάθησαν διά μέσου τής άσυμφωνίας, νά κυριεύουν καί τυραννούν τήν ταλαίπωρον άνθρωπότητα, καί πάντοτε διά μέσου αύτής έπέτυχον τού σκοπού των. 'Η άσυμφωνία, βέβαια, είναι ένα άλάνθαστον προγνωστικόν σημείον δουλείας.

Πολλά εύκόλως, ώ 'Ελληνες, νικείται ένας άσύμφωνος έχθρός. 'Οσον δυνατός καί νά είναι, έπειδή αύτή τόν διαμοιράζει, διά νά είπώ ούτως, είς τόσους μικρούς έχθρούς, καί ή δύναμίς του έξακολούθως έλαττούται. Καθώς έπί παραδείγματι οί δάκτυλοι τής χειρός, οί όποίοι κινού-
μενοι όλοι μαζί, έχουσιν άσυγκρίτως μεγαλειτέραν δύναμιν, παρά άπ' ό,τι ήθελεν έχει ό καθείς κατά μέρος. 'Η όμόνοια, λοιπόν, είναι καί αύτή μία έξακολούθησις τής έλευθερίας, καθώς καί ό έρως τής πατρίδος, καί πάντα τά θαυμάσια καί χρηστά έργα. Πρός τούτοις, είς τάς έλευθέρας πολιτείας, μόνον, φυλάττεται σώα ή άληθής καί γλυκεία είκών τού γάμου, ή όποία είς τήν φυσικήν ζωήν έλειπε, καί είς τήν δουλείαν κατεστάθη τό άχρειέστερον πράγμα τού κόσμου.
Οί πατέρες άμφιβάλλουν διά τά ίδιά των τέκνα, καί αύτά άγνοούσι τούς άληθείς γεννήτοράς των. Πού άναισχύντως αί γυναίκες προστάζουσι τούς άνδρας, καί πού άσπλάγχνως οί άνδρες τυραννούσι τάς συζύγους των, πού ό γάμος έκτελείται ό ύστερος, καί πού συζεύγονται δύο, όπού ποτέ δέν ώμίλησαν μαζί. 'Αλλά, ποτέ δέν ήθελα τελειώσει, άν ήθελα περιγράψει καταλεπτώς τών διαφόρων ύποδουλωμένων λαών τάς άσελγείας καί κακάς πράξεις, αί όποίαι διαφέρουσι άλλήλων, ώς καί αί τυραννίαι διάφοροι άποκαθίστανται άπό τάς περιστάσεις, δηλαδή άπό τά πρώτα ήθη τού ύποδουλωθέντος λαού, άπό τό κλίμα, άπό τήν ποσότητα τών κατοίκων, άπό τήν μεγαλειότητα τής έπικρατείας καί άπό μύρια άλλα αίτια, όπού δέν άναφέρω,
χάριν συντομίας. Οί δούλοι, ώστόσον, ή άπό μίαν άκραν άδιαφορίαν, ή άπό άτιμον σκοπόν, ή άπό βίαν, ή άπό φιλαργυρίαν, ή άπό μόνην φιλαυτίαν, παρακινούνται καί ύπανδρεύονται, καί βέβαια, κανείς άπό αύτούς δέν λαμβάνει γυναίκα, μέ τό ίδιον τέλος, όπού οί προπάτορές μας τό έκαμνον. Οί έλεύθεροι γονείς έπρόσμεναν μέ χαράν νά άποκαταστήσουν έντελή τήν εύτυχίαν τών τέκνων των, καί οί νέοι έλάμβανον τάς νέας διά συζύγους των, είς τήν ήλικίαν, όπού ή ίδία φύσις προσδιορίζει. 'Αλλά φεύ! ό δούλος, ό έξηκοντούτης λέγω δούλος, λαμβάνει διά γυναίκα μίαν δεκαπενταετή κόρην, ή μία γραία ύπανδρεύεται ένα νέον, καί ούτως άρχινά ή δυστυχία των καί τά βάσανά των, άπό τήν ήμέραν τού γάμου, μέχρι τέλους τής ζωής των. 

Οί 'Ελληνες, είς τούς άπερασμένους αίώνας, έπροσπαθούσαν νά έπιτύχουν, είς τούς νυμφίους, συμφώνως τούς στοχασμούς των, τάς ίδέας των, τά ίδιώματά των, καί τήν ήλικίαν των, οί 'Ελληνες δέ τών παρόντων αίώνων, είς τά χρήματα μόνον άτενίζουσιν ή μόνον είς τά κάλλη, καί πολλοί άπό αύτούς είς άλλοτρίαν γήν, καί άλλογενείς λαμβάνουν διά γυναίκας - περί ήν κατωτέρω ρηθήσεται. Τότε τά τέκνα ήτον γλυκεία έλπίς τών γεννητόρων, νύν δέ πρόξενος βασάνων καί άδημονιών 

(1). Μάλιστα δέ είς τήν ...

'Η έλευθέρα μήτηρ έθήλαζε τά ίδια τέκνα της μόνη της καί μέ άκραν χαράν, άλλ' ή διεφθαρμένη δούλη τής Γαλλίας, ή καί τής'Ιταλίας, καί μερικαί ψευδαρχόντισσες τής Κωνσταντινουπόλεως 

'Ελλάδα, όπού οί νέοι μόλις φθάνουν είς τήν ποθουμένην ήλικίαν τής νεότητος, είς στήν όποίαν ήμπορούν νά ώφελήσουν τούς γονείς των, καί νά τούς άνταμείψωσι διά τάς χάριτας, όπού παρ' αύτών έλαβον, ή άνάγκη εύθύς τούς ξεχωρίζει, καί πολλάκις διά παντός, άπό τούς γεννήτοράς των, τούς συγγενείς των καί τούς φίλους των, διά νά τούς έκθέση είς τάς καταδρομάς τής τύχης, είς τούς έλέγχους τών βαρβάρων, καί τέλος πάντων είς άνυπόφορον κακόν γήρας είς άλλοτρίαν γήν.

'Ιδού, ίδού λοιπόν, ώ 'Ελληνες, είς τί μάς έφερεν ή δουλεία, καί είς όποίαν άθλίαν κατάστασιν έκαταντήσαμεν. Εύκόλως ήμπορείτε νά καταλάβητε τώρα, ώ 'Ελληνες, πόσον είναι τό χρέος τών έλευθέρων λαών είς τό νά διαυθεντεύσωσι τήν πατρίδα των, καί έξακολούθως πόσον εύχαρίστως τό έκπληρούσι. 'Αφού όμως συντρίψετε τάς άλύσους σας, τότε θέλετε αίσθανθή,
άγαπητοί μου, καί εύκολώτερα καί καλλιότερα, τήν δύναμιν, όπού έχει ή έλευθερία είς τάς καρδίας τών άνθρώπων. 'Εγώ δέ, σιωπώντας κάθε άποδεικτικήν διήγησιν, τελειώνω μέ τό άκόλουθο παράδειγμα.

Εύρισκόμενος ένας στρατιώτης, λέγει ό άξιάγαστος Πλούταρχος, είς τήν μάχην, καί άφού νίκησαν τόν έχθρόν, έτρεξεν νά έμποδίση τό πλοιάριον είς ένα ποταμόν, όπου ήθελε νά διέλθη ό άρχιστράτηγος τών ...

λεως, μόλις καταδέχονται νά τών όμιλήσουν, καί σιχαίνονται νά τά άσπασθώσι. Πολλαί άπό αύτάς ούτε κάν γνωρίζουσι τά τέκνα των, έπειδή, εύθύς όπού τά γεννώσι, τ' άρπάζει μία ξένη δούλη, καί άπό αύτήν τά μεταφέρουν είς τά φροντιστήρια, ή μάλλον είπείν κολαστήρια, άπό τά όποία δέν έβγαίνουν, είμή μετά δεκαπέντε χρόνους. Πώς λοιπόν, νά μήν παύση είς τούς νέους ή πρός τούς γονείς των άγάπη, ή όποία γεννάται μόνον άπό τήν καλοποιίαν; Αί τοιαύται μητέρες, όταν ένθυμώνται μόνον τά όνόματα καί τό γένος τών τέκνων των, είναι άρκετόν, μάλιστα περισσόν.

άντικειμένων, καί φθάνοντάς το τό ήρπασε μέ τήν δεξιάν του χείρα, διά νά τό βαστάξη, έως νά έλθουν οί συμπολίται του, άλλ' οί έχθροί άπό τό πλοίον τού τήν έσύντριψαν, αύτός δέ παραχρήμα έκτείνει τήν άριστεράν καί έπαθε τό ίδιον. Τότε, ώς λέων, ώρμησε μέ τούς όδόντας νά τό άρπάση, καί εύθύς τόν άποκεφάλισαν. 'Ω! πόσον, πόσον ζήλον ή πατρίς είχεν έμφυτεύσει είς τήν καρδίαν έκείνου τού ήρωος! Καί πόσον άπέδειξεν έμπράκτως τήν εύγνωμοσύνην του πρός αύτήν! 

Συνέχεια